Για μια έκθεση «εξαιρετικά διδακτική που πρέπει να δει όλη η Θεσσαλονίκη και τα σχολεία», έκανε λόγο η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, εγκαινιάζοντας απόψε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης την έκθεση «Για μια φλόγα που καίει. Αρχαιότητες και Μνήμη, Θεσσαλονίκη – Μακεδονία [1821-2021]».
«Δείχνει το ρόλο που έπαιξαν οι αρχαιότητες, τα αρχαία κατάλοιπα, υλικά και άυλα από τη γλώσσα μέχρι τα αρχαία τεκμήρια στην αφύπνιση του έθνους και τη συγκρότηση της κοινής εθνικής ταυτότητας», τόνισε η κ. Μενδώνη, χαρακτηρίζοντας ευφυή από άποψη μουσειολογική και αρχαιολογική τον τρόπο που οι αρχαιότητες συνδυάζονται με τα νεότερα τεκμήρια, με γκραβούρες, με ιστορικές μαρτυρίες.
Η περιοδική έκθεση, που θα διαρκέσει ένα έτος, αποτελεί τη συμμετοχή του μουσείου στον εορτασμό για τα 200 χρόνια από τον σημαντικότερο σταθμό της νεότερης ελληνικής ιστορίας, το ξέσπασμα του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Μέσα από επτά ενότητες, 117 εκθέματα και μία 7λεπτη ταινία, επιχειρεί να φωτίσει τη σημαντική, αλλά σχετικά άγνωστη σελίδα της ελληνικής ιστορίας, εστιάζοντας στον ρόλο των αρχαιοτήτων ως υλική υπόσταση και πνευματική παρακαταθήκη στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης.
Η κ. Μενδώνη έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μια μοναδική φωτογραφία που σώζεται, από το Εθνικό Αρχείο Ουγγαρίας, με την οποία ανοίγει η έκθεση. Η φωτογραφία απεικονίζει τα τείχη της πόλης στο θαλάσσιο μέτωπο και χρονολογείται πιθανότατα λίγο πριν το 1860, οπότε και κατεδαφίστηκαν στο πλαίσιο εκσυγχρονισμού της πόλης.
«Το αρχαιολογικό μουσείο βάζει τη δική του πινελιά και επιχειρεί να φωτίσει από το 1821 μέχρι το 1912, τότε που ενσωματώθηκε η Μακεδονία στο ελληνικό κράτος. Μια ίσως άγνωστη ιστορία. Αποδεικνύεται έτσι συνεχώς ότι ο ελληνικός πολιτισμός έχει πολλά ακόμη κρυμμένα μυστικά που συνεχίζουν να μας εκπλήσσουν», σημείωσε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Ζέρβας.
Για την πρόκληση του μουσείου να φωτίσει αυτήν την άγνωστη πτυχή της ιστορίας και της αρχαιολογίας μίλησε η αναπληρώτρια διευθύντρια του ΑΜΘ Αγγελική Κουκουβού, τονίζοντας ότι το καθένα από τα 117 εκθέματα «κρύβει μέσα και μια ιστορία, με τον προβολέα να βρίσκεται πάντα εστιασμένος στις αρχαιότητες», ενώ το γεγονός ότι η Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης συστάθηκε μόλις 15 ημέρες μετά την ενσωμάτωση της πόλης στο ελληνικό κράτος το 1912, υπογράμμισε με τη σειρά της η αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλονίκης Βούλα Πατουλίδου.
Σχολιάζοντας διαμαρτυρία εκπροσώπων των εργαζομένων του μουσείου έξω από αυτό, κατά τη διάρκεια των εγκαινίων, η ΥΠΠΟ δήλωσε: «Κατανοώ ότι κάθε αλλαγή στο στάτους κάποιων εργαζομένων δημιουργεί αντιδράσεις. Όπως θα δείτε και τις επόμενες εβδομάδες στο σχέδιο νόμου που θα κατατεθεί στη Βουλή, η μετατροπή των πέντε μεγάλων μουσείων της χώρας σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δε θα επηρεάσει τα δικαιώματα των εργαζομένων». Η κ. Μενδώνη υπογράμμισε ότι οι άνθρωποι που εργάζονται σήμερα στα μουσεία «θα παραμείνουν δημόσιοι υπάλληλοι του υπουργείου Πολιτισμού, ενώ συγχρόνως θα δοθεί η δυνατότητα στα ίδια τα μουσεία να ξεφύγουν από το σφιχτό διοικητικό εναγκαλισμό του σκληρού δημοσίου και να μπορέσουνε από τα διοικητικά τους συμβούλια να πάρουν πρωτοβουλίες, να ανασάνουν, να ανέβουν ψηλά, να πάνε μπροστά και νομίζω ότι το παράδειγμα του Μουσείου Ακροπόλεως είναι πολύ χαρακτηριστικό. Μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να συμπεριληφθεί στους μεγάλους μουσειακούς προορισμούς του κόσμου και μάλιστα να έχει και εξαιρετικά θετικά σχόλια από όλα τα διεθνή μέσα». Τέλος, ερωτηθείσα για τον εμβολιασμό στο χώρο του πολιτισμού, σημείωσε ότι τα στελέχη του ΥΠΠΟ έχουν ανταποκριθεί και είναι πολύ ψηλά στους μέσους όρους.