Της Φένιας Βουδαντά
Το ζήτημα δεν είναι να βγω εκτός πραγματικότητας για να νιώσω ελευθερία. Αυτό είναι διαφυγή. Και μάλιστα προσωρινή. Αργά ή γρήγορα θα επιστρέψω πάλι, υποχρεωμένος να κουβαλήσω πάλι στις πλάτες μου τα βάρη του πραγματικού κόσμου, που με θέλουν εκεί σε επαγρύπνηση, μη χάσω το «και» των σημερινών ειδήσεων, μη δεν απογοητευτώ, μη δε γκρινιάξω.
Εγώ όμως δε θέλω να είμαι δραπέτης. Ούτε έκλεψα, ούτε διέπραξα κάποια άλλη αξιόποινη πράξη για να χρειάζεται να διαφεύγω από την ίδια μου τη ζωή. Δε θέλω να διαφεύγω και να μένω εκτός, μέχρι να με πουν «ονειροπόλο», ότι «δε με ενδιαφέρει τίποτα, παρά μόνο να ζω στο συννεφάκι μου» και να χρειαστεί να επιστρέψω πάλι για να υποστώ τα πάνδεινα της πραγματικότητας. Δε μου φτάνει να οραματίζομαι και να κάθομαι άπραγος, κατασκευάζοντας έτσι περίτεχνα την προσωπική μου φυλακή, ώστε να μπορώ να ξεφεύγω από αυτήν.
Μάλλον το καίριο ζήτημα είναι να τα βρω με την πραγματικότητα, να συμφιλιωθώ μαζί της, ώστε να μη χρειάζονται τα πήγαινε έλα απ’ τη ζωή μου και έξω από αυτήν. Το θέμα είναι να βρω τους λόγους για τους οποίους νιώθω την ανάγκη να διαφεύγω συνεχώς. Ποιανού φόβου τα χρέη εκτελώ και μένω διαρκώς αποστασιοποιημένος; Κι όταν αποστασιοποιούμαι, πάλι με κατακλύζει αυτός ο φόβος, ο φόβος του τι θα αντικρίσω όταν επιστρέψω πάλι στην πραγματικότητα, ο φόβος ότι θα φοβηθώ πάλι και θα χρειαστεί ξανά να διαφύγω.
Μόνο με ήρεμο διάλογο και συζήτηση λένε ότι βρίσκονται οι λύσεις, οι λύσεις που βολεύουν όλες τις πλευρές. Καιρός να σκεφτώ ότι αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί μόνο για την επίλυση των διαπροσωπικών μου συγκρούσεων. Αλλά και για των ενδότερων. Γιατί κανένας μας δεν είναι μονόπλευρος. Ο καθένας έχει πλευρές που μάχονται μεταξύ τους για το ποια θα κυριαρχήσει κάθε φορά, πλευρές σαν φωνές που μας διατάζουν το τι θα κάνουμε, το πότε, το πώς και το γιατί.
Αυτή μάλλον η πτυχή της πραγματικότητας, εκείνη όπου θα χρειαστεί να συνομιλήσω με τα εσωτερικά μου κομμάτια, είναι και η πιο σκοτεινή και η πιο επώδυνη. Γιατί τότε θα παρακούσω τη φωνή που με διατάζει να διαφύγω και θα κάνω το αντίθετο. Θα προτιμήσω να συμφιλιωθώ με τον εαυτό μου για να συμφιλιωθώ και με την πραγματικότητα γύρω μου.
Παίρνω το φόβο στα χέρια μου απ’ την αρχή. Είναι εύπλαστος, αλλά αυτό το καταλαβαίνω αφού έχω ήδη παίξει μαζί του. Ξέρω ότι κάποια στιγμή θα τον πλάσω έτσι ώστε να τον φέρω στα μέτρα μου. Αλλά για αρχή, θα πρέπει να τον κατανοήσω.
Σίγουρα θα αρχίσει να λέει τα δικά του και με φωνή σαν ηχώ μέσα στο ίδιο μου το σώμα θα τον ακούσω να μου λέει τι θα γίνει ΑΝ, πώς θα νιώσω ΑΝ, τι θα κάνω εγώ ΑΝ. Συνειδητοποιώ πόσο τετραπέρατη σκέψη έχει, αφού μπορεί και κάνει υποθέσεις και νομίζει ότι μπορεί να με χειριστεί. Να χειριστεί εμένα ένα τόσο συγκεκριμένο πράγμα, κάτι απτό που μπορώ να το πάρω στις παλάμες μου και να καθορίσω εγώ και μόνο εγώ το μέλλον του.
Αρκεί να θέλω.
Επειδή αν δε θέλω, ο φόβος θα μου φύγει γρήγορα απ’ τα χέρια και πάλι θα βρει ευκαιρία να τρυπώσει στο κεφάλι μου. Και ίσως παραιτηθώ απ’ την προσπάθεια να τον πάρω πάλι στα χέρια μου, απλά τον αφήνω και διαφεύγω, αυτός είναι ο εύκολος δρόμος.
Αλλά όταν θελήσω, μπορώ να τον κατατροπώσω.
Όταν θελήσω, θα ακούσω πρώτα όσα έχει να πει και με τη λογική στην οποία με έχουν μυήσει οι σκοτούρες και τα «κουτάκια» της πραγματικής ζωής, θα κρίνω εγώ πόσο έγκυρα και αληθινά είναι όσα λέει. Τα περισσότερα θα καταλάβω πως είναι παράλογες σκέψεις, σκέψεις τις οποίες εγώ έχω επιτρέψει και έχω αναθέσει σε αυτό το φόβο να τις διαιωνίζει, να τις κρατά στο μυαλό μου.
Το γνωρίζω ότι δε θα ικανοποιηθεί με την πρώτη μου προσπάθεια να τον πείσω ότι αυτά που λέει δεν ισχύουν και ότι τα περισσότερα είναι αποκυήματα των προηγούμενων εμπειριών μου και πολύ γενικευμένα μάλιστα χωρίς άμεση συσχέτιση. Μπορεί να είναι ο φόβος πλέον στα χέρια μου κάτι απτό και συγκεκριμένο, αλλά δεν παύει να είναι κάτι παγιωμένο και αποφασισμένο να μείνει εδώ. Τον έχω ενισχύσει τόσες φορές με το να διαφεύγω και να μην τον αντιμετωπίζω άμεσα, οπότε έχει πάρει το μήνυμα ότι τον χρειάζομαι πραγματικά. Κι άντε να του αποδείξω τώρα ότι δεν τον θέλω.
Κάθε μέρα πρέπει να συνομιλώ μαζί του. Πρέπει να αφιερώνω λίγο χρόνο από το αποπνικτικό μου πρόγραμμα, όχι στη διαφυγή μου, μα αντίθετα, στην παραμονή μου, στο εδώ και στο τώρα. Πολλές φορές θα χρειαστεί να υιοθετώ σκληρή στάση απέναντι στο φόβο μου, θα υψώνω φωνή, χωρίς να τον επικρίνω όμως, γιατί ακόμα κι έτσι, αποτελεί κομμάτι μου κι έχω αποφασίσει να μην επικρίνω ξανά τον εαυτό μου. Έτσι δεν είναι; Θα χρειαστεί όμως να τον μαλώσω, να τον ταρακουνήσω. Αυτός μένει εδώ, γιατί πιστεύει ότι εγώ τον έχω ανάγκη, αυτός δεν έχει όμως την ανάγκη μου και ούτε εγώ έχω τη δική του πλέον. Ποτέ δεν την είχα πραγματικά, απλά τώρα το ξέρω, τώρα έχω επίγνωση πια.
Έτσι θα βρω την πραγματική μου ελευθερία. Μόνο έτσι θα έχω το δικαίωμα να αυτοαποκαλεστώ ελεύθερος άνθρωπος. Η διαφυγή απ’ την πραγματικότητα δεν είναι ελευθερία, είναι φυλακή με αναστολή κι αργά ή γρήγορα επιστρέφω, οραματίζομαι αλλά επιστρέφω και βυθίζομαι ξανά. Όχι πια. Επιλέγω να μείνω εντός πραγματικότητας και με ψηλά το κεφάλι να λέω πως τη νίκησα. Κι όποτε το καταλάβει, ας διαφύγει αυτή. Κι έτσι θα μείνω εδώ με τα όνειρά μου, τη δική μου πραγματικότητα.