Του Θανάση Βαλτινού
Μέρος τρίτο…
Σηκώθηκα κατά τον Οκτώβριο μήνα, το 904, πήρα λεφτά και κατέβηκα στην Τρίπολη. Ήταν μια εταιρεία, Ουάιτ Στάρ Λάιν. Την είχε ένας Κωστής ονομαζόμενος και την αντιπροσώπευε ένας Καράμπελας. Πήγα και ρώτησα πότε φεύγει το καράβι. Μου λένε αργεί.
Έχει γιατρό η εταιρεία;
Μάλιστα.
Πήγα στο γιατρό με κοίταξε, μου είπε ότι ήσαν καθαρά τα μάτια μου. Έριχνα ταχτικά μέσα τα φάρμακα, και κοκαΐνη δύο στάλες, γιατί μ’ αυτήν φαίνονταν καθαρότερα.
Στις δέκα Δεκεμβρίου με ειδοποιεί η εταιρεία ότι το καράβι αναχωρεί. Κατεβαίνω στην Τρίπολη και βρίσκω εκεί μια παρέα Βαλτετσινιώτες : Τον Πάνο Δημόπουλο, Ιωάννη Σαρρή, Θεόδωρο Αναγνωστόπουλο, και Βασίλη Αλεξανδρόπουλο.
Βγάλαμε τα εισιτήρια στο πρακτορείο του Καράμπελα.
Πλήρωσα πεντακόσιες πενήντα δραχμές για Ποκατέλι Αιντάχο και δέκα δραχμές ασφάλεια συμβολαίου, αν γύριζα πίσω να παίρνω τα χρήματά μου. Αλλιώς τα ‘τρωγε η εταιρεία.
Το πρωί φύγαμε για Αθήνα. Την γυρίσαμε τρεις μέρες κι ο Αλεξανδρόπουλος πήρε τους άλλους και πήγαν στις γυναίκες.
Ύστερα κατεβήκαμε στον Πειραιά, στο πρακτορείο. Πήραμε απόδειξη για το εισιτήριο που είχαμε βγάλει στην Τρίπολη. Μας κοίταξε και ο γιατρός.
Μπήκαμε στο πλοίο στις τέσσερες το απόγευμα. Το πλοίο ήταν γερμανικό, Λόιντ. Το βράδυ μας κλείδωσαν μέσα, για να μη βγαίνουμε στα καταστρώματα.
Περνάγαμε το στενό Τσιρίγο- Καβομαλιά και η θάλασσα έδινε μεγάλο κούνημα εκεί. Ήταν το πλοίο μικρό, πήγαινε μόνο ως την Ιταλία.
Φώτισε, περνάγαμε κάτι νησιά, πόλεις δε βλέπαμε, μόνο βουνά.
Ρωτήσαμε τι μέρος είναι αυτό, μας είπαν η Σικελία.
Την άλλη μέρα νύχτα ακόμα φτάσαμε στη Νεάπολη. Μας πήραν, μας κατέβασαν, μας πήγαν στο τελωνείο, κράτησαν τα πράματά μας , μπόγους και ότι άλλο είχαμε να τα περάσουν στους κλιβάνους για ασθένειες.
Ύστερα τέσσερους τέσσερους μας κουβάλησαν στην πόλη. Μας έβαλαν στα ξενοδοχεία, κανόνισαν και που θα τρώμε, είχε ορίσει η εταιρεία. Για μεσημέρι μας έδιναν κρέας αλλά δεν το τρώγαμε. Είχαμε πάει στα σφαγεία κ’ είχαμε δει που κόβαν άλογα. Τρώγαμε μπακαλάο, μακαρόνια, τυρί γελαδινό.
Βγαίναμε βόλτα, βλέπαμε γύρω πως ήταν ο κόσμος. Πηγαίναμε στα καφενεία, πίναμε καφέ, νερουλωτόν, τη ζάχαρη τη ρίχναμε ύστερα μόνοι μας. Τον πίναμε ορθοί. Η Νεάπολη είναι καλή, πράματα φτηνά, ρούχα παπούτσια, μηχανές κουρείων.
Καθίσαμε τρεις μέρες, ήρθε το πλοίο από τη Νέα Υόρκη, το μεγάλο. Μας παίρνουν, μας ξαναπάν στο τελωνείο να επιθεωρηθούμε από το γιατρό. Μας έβαλαν γραμμή και φώναζε ένας Ιταλός ονομαζόμενος Μοντσαρίνος: Γραμμή γραμμή.
Ήρθε η σειρά μου, περνάω από το γιατρό, με βγάζει ξανά σκάρτο, τραχωματία. Μου ήρθε να σκάσω απ’ το κακό μου.
Να έχω κάνει τόσα έξοδα και να γυρίσω πίσω.
Κοντά σε μένα κόβουν τον Ιωάννη Σαρρή, τον Θεόδωρο Αναγνωστόπουλο, έναν από τη Μακεδονία και άλλους.
Εμάς όλους μας έβαλαν να μείνουμε μαζί. Την άλλη μέρα κατευοδώσαμε τους συντρόφους μας.
Μπήκαν στο πλοίο κι εμείς γυρίσαμε, κλειστήκαμε στο ξενοδοχείο. Το πλοίο έφυγε το βράδυ. Και τότε κατεβήκαμε να δούμε τι γίνεται στην πόλη.