Του Νικόλα Σμυρνάκη
Θα σου πω γιατί πολλές φορές προτιμάς να χάνεσαι στο κινητό αντί να επικοινωνείς στον άνθρωπο απέναντί σου ή με την παρέα στην οποία βρίσκεσαι.
Κατάρχας έχεις, όπως όλοι μας, ανάγκη να ικανοποιήσεις το αίσθημα σπουδαιότητάς σου. Κάθε ώρα. Κάθε λεπτό. Πίσω από αυτή την κραυγή για αναγνώριση και προσοχή κρύβεται ένα μόνο συναίσθημα: η αγάπη. Συγκεκριμένα, η ανάγκη μας να αγαπηθούμε από τους άλλους κι από τον εαυτό μας (Να ευτυχήσω για να πετύχω ή να πετύχω για να ευτυχήσω, εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ).
Όταν λοιπόν βρίσκεσαι βυθισμένος στον ψηφιακό σου κόσμο απευθύνεσαι πάντα σε περισσότερους από ότι δια ζώσης. Και ελπίζεις να λάβεις την αναγνώριση που λείπει από δίπλα σου.
Γιατί όταν σκρολάρεις αδιάλειπτα μέχρι να γδαρθεί ο αντίχειράς σου, κάποια στιγμή θα βρεις έστω έναν, έστω μία, να σου πει ένα γεια, να του αρέσει μια φωτογραφία σου, μια ατάκα σου ή κάτι που έκανες και δημοσίευσες. Να του αρέσει κάτι από όλα αυτά. Όχι όμως εσύ. Μόνο αυτός που αφήνεις δημόσια να δει. Σίγουρα όχι ο αληθινός, ο ουσιαστικός, ο ολοκληρωμένος εσύ.
Τις περισσότερες φορές άλλωστε, σου προσφέρει ένα ανούσιο γεια, ένα ανόρεκτο λαικ, καθώς ελάχιστα ενδιαφέρεται για σένα αφού δεν σε γνωρίζει πραγματικά ή δεν νοιάζεται να σε γνωρίσει.
Αν μου επιτρέπεις, και στο λέω για να το ακούσω πρώτα εγώ, να προτιμάς εκείνον που ντύθηκε, χτενίστηκε, πήρε μετρό, αυτοκίνητο, τα πόδια του και ήρθε να σε συναντήσει.
Αυτόν που επένδυσε σε σένα. Αυτόν που διέθεσε χρόνο. Αυτόν που ψάχνει τρόπο να σε μάθει. Αυτόν που δείχνει ότι πραγματικά ενδιαφέρεται καθήμενος με τις ώρες δίπλα σου, στο καφέ, στη δουλειά, στο δρόμο, στο σπίτι, δίπλα σου, χωρίς κινητό, παρά με τη διάθεση να δει πιο μέσα, σε αυτό που αποκαλείς «εγώ».
Κλείνουμε τα κινητά, όσο είμαστε κοντά, για να είμαστε κοντά.