Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συμμετείχε το απόγευμα ως κεντρικός εισηγητής στη συζήτηση για την ελληνική υψηλή στρατηγική που διοργάνωσε μέσω τηλεδιάσκεψης το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων και την οποία παρακολούθησαν διαδικτυακά περισσότεροι από 1.800 φοιτητές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης ο Πρωθυπουργός κλήθηκε να απαντήσει για το διακύβευμα της τρίτης εκατονταετίας από την δημιουργία του ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821.
«Θα απαντούσα ότι είναι μία Ελλάδα η οποία έχει αυτοπεποίθηση, η οποία δίνει μεγάλη έμφαση στην οικονομική ευημερία, που θα πρέπει να είναι προς όφελος όλων των πολιτών, να αντιμετωπίζει δηλαδή ουσιαστικά προβλήματα κοινωνικών ανισοτήτων τα οποία δυστυχώς παντού στον κόσμο και τα τελευταία 20 χρόνια διευρύνθηκαν.
Μία χώρα η οποία έχει ισχυρή θέση περιφερειακή, είναι αξιόπιστος σύμμαχος και συνδυάζει την σκληρή ισχύ με οικονομική δύναμη και με μία δυνατότητα να μπορεί να επενδύει και σε αυτό το οποίο ονομάζουμε ήπια ισχύ, που στο δικό μου το μυαλό δεν είναι κάτι παραπάνω από την αξιοπιστία της χώρας και τη δυνατότητά της να ασκεί ενεργό πολιτική με ενδεχομένως μη παραδοσιακούς τρόπους», σημείωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Η Ελλάδα είναι γεωπολιτικά αλλά και αξιακά, τοποθετημένη σε αυτό το οποίο αποκαλούμε Δυτική σφαίρα», ξεκαθάρισε ο Πρωθυπουργός σχετικά με τη θέση της χώρας στο διεθνές περιβάλλον, προσθέτοντας πως «από εκεί και πέρα όμως, δεν πιστεύω ότι το ζητούμενο -αυτή τη στιγμή τουλάχιστον- για μια χώρα όπως είναι η Ελλάδα, ενδεχομένως και για μια υπερεθνική ένωση όπως είναι η Ευρώπη, είναι υποχρεωτικά να διαλέξουμε στρατόπεδο.
Ως Ευρώπη, ως τρίτος πόλος, θα πρέπει να έχουμε μια δική μας διακριτή στρατηγική, η οποία προφανώς σε πολλά ζητήματα γεωπολιτικών προτεραιοτήτων μας φέρνει κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν μπορεί όμως κανείς να παραβλέψει και το γεγονός ότι υπάρχουν οικονομικές σχέσεις πολύ ισχυρές με την Κίνα, τις οποίες δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε».
«Μετά την πανδημία η ελληνική οικονομία θα μπει σε μία τροχιά γρήγορης ανάπτυξης»
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε και στο φαινόμενο του brain drain: «Αυτή τη στιγμή οι δυνατότητες που προσφέρονται στην ίδια την πατρίδα μας για να επιστρέψουν συμπολίτες μας οι οποίοι έφυγαν, ειδικά τα χρόνια της κρίσης, είναι πολύ περισσότερες από ότι ήταν πριν από κάποια χρόνια.
Υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες για επαγγελματική αποκατάσταση. Πιστεύω ακράδαντα ότι μετά την πανδημία η ελληνική οικονομία θα μπει σε μία τροχιά γρήγορης ανάπτυξης. Ξένες εταιρείες έρχονται και επενδύουν στη χώρα και αναζητούν πολύ συχνά ανθρώπινο δυναμικό με τα χαρακτηριστικά που έχουν συμπολίτες μας οι οποίοι έφυγαν από τη χώρα και απαρτίζουν αυτό το οποίο αποκαλούμε, τη διασπορά ή τουλάχιστον τη νέα διασπορά, αυτό το οποίο περιγράφουμε ως το φαινόμενο του brain drain».
Όπως σημείωσε, «οι άνθρωποι αυτοί θα επιστρέψουν στην χώρα, όχι μόνο επειδή θα τους προκύψει μόνο μία καλή επαγγελματική ευκαιρία.
Θα επιστρέψουν αν έχουν εμπιστοσύνη στις μακροπρόθεσμες δυνατότητες της χώρας να προοδεύσει και να μπορέσει να ξεκολλήσει από το τέλμα, τουλάχιστον της τελευταίας δεκαετίας.
Πιστεύω ακριβώς ότι αυτή η προοπτική διαφαίνεται σήμερα στον ορίζοντα και για αυτό είμαι και πολύ αισιόδοξος ότι αυτή η δεκαετία, που τεχνικά ξεκίνησε το 2020 αλλά -ας πούμε χάριν της συζήτησης- ξεκινάει εμβληματικά το 2021, με αφορμή και τα 200 χρόνια, θα είναι μία πολύ καλή δεκαετία για τη χώρα μας».
Αναφερόμενος στα διαφορετικά βιώματα, διαφορετικές παραστάσεις, διαφορετικές εμπειρίες τα οποία μπορούν να φέρουν πίσω οι άνθρωποι που έχουν φύγει από την Ελλάδα, ο κ. Μητσοτάκης μίλησε για «μεγάλη προστιθέμενη αξία» που μπορεί να δημιουργήσει αυτή τη διαφορετικότητα: «Δείτε παραδείγματος χάριν τις διαφορετικές αντιλήψεις για τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες γίνονται στα πανεπιστήμιά μας.
Η ελληνική κοινωνία στηρίζει στην πλειοψηφία της το σχέδιο νόμου που έγινε νόμος του κράτους χθες, σχετικά με μία σειρά από σημαντικές παρεμβάσεις στα πανεπιστήμια. Αν πάτε και ψάξετε όμως και σκαλίσετε λίγο πιο κάτω τις μετρήσεις θα διαπιστώσετε ότι τα παιδιά τα οποία έχουν βιώματα και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία υπέρ αυτών των αλλαγών.
Γιατί; Διότι μπορούν να συγκρίνουν την εικόνα του ελληνικού πανεπιστημίου από τη μία, με τα πολλά καλά του, αλλά και τα πολλά στραβά του τα οποία θέλουμε να διορθώσουμε, με αντίστοιχες εικόνες ξένων πανεπιστημίων, όπου πολλά από αυτά τα στραβά τα οποία συναντώνται στην Ελλάδα απλά δεν υπάρχουν», σημείωσε.
Σχολιάζοντας τα ζητήματα της «έξυπνης», της «ήπιας» και της «σκληρής» ισχύος που τέθηκαν από τους συμμετέχοντες στη συζήτηση, ο κ. Μητσοτάκης επεσήμανε πως «έξυπνη ισχύς είναι να βγαίνουμε από την προβλέψιμη και αναμενόμενη ηγετική παρουσία της χώρας μας στα Βαλκάνια και να χτίζουμε νέες συμμαχίες με σημαντικές χώρες της περιοχής […] να πηγαίνουμε πέρα και πάνω από τις συνηθισμένες προτεραιότητες εξωτερικής πολιτικής. […]
Άρα για εμένα ένδειξη εξυπνάδας είναι μερικές φορές να ξεφεύγεις από τα στερεότυπα και από τα προβλέψιμα της εξωτερικής πολιτικής, έτσι όπως τουλάχιστον τη βιώσαμε, τη διδαχθήκαμε εδώ και δεκαετίες. Να αναγνωρίζεις πώς αλλάζει ο κόσμος και να φροντίζεις πάντα να είσαι πρωτοπόρος. Όπου μπορείς να είσαι πρωτοπόρος».
Αναφορικά με το θέμα της «σκληρής ισχύος» ο Πρωθυπουργός τόνισε πως πρώτη παράμετρός της, είναι «ένα πλέγμα συμμαχιών το οποίο αξιοποιεί τη θέση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και στο ΝΑΤΟ».
Όπως τόνισε, «με την Ευρωπαϊκή Ένωση καταφέραμε πιστεύω να καταστήσουμε σαφές τον τελευταίο χρόνο -και αυτό νομίζω ότι είναι μια επιτυχία της εξωτερικής πολιτικής- ότι οι διαφορές μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας είναι διαφορές που αφορούν και την Ευρώπη.
Και η Ευρώπη πρέπει να νοιάζεται ουσιαστικά για το τι γίνεται στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου.
Αυτό είναι κάτι το οποίο το πετύχαμε, σας διαβεβαιώνω όταν ξεκινήσαμε αυτή τη συζήτηση δεν ήταν καθόλου αυτονόητο.
Άρα, αξιοποιούμε τη συμμετοχή μας στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια για να ενισχύσουμε το δίκαιο των θέσεών μας. Ταυτόχρονα, όπως συζητήσαμε πριν, διευρύνουμε το πλέγμα των συμμαχιών μας συνομιλώντας με χώρες που βλέπουν τον κόσμο μέσα από την ίδια ματιά, μέσα από το ίδιο οπτικό πρίσμα που το βλέπουμε εμείς».
«Σήμερα η χώρα δανείζεται με το ιστορικά χαμηλότερο επιτόκιο το οποίο είχε ποτέ»
«Δεύτερη αναμφισβήτητη πτυχή σκληρής ισχύος είναι η πορεία της οικονομίας μας», ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, καθώς όπως είπε, “χωρίς ισχυρή οικονομία θα ήμασταν αδύναμοι να μπορέσουμε να προβάλουμε την ισχύ που επιθυμούμε.
Σήμερα η χώρα δανείζεται με το ιστορικά χαμηλότερο επιτόκιο το οποίο είχε ποτέ.
Η Τουρκία δεν είναι σε αυτή την κατάσταση.
Και υπάρχει μία αναγνώριση ότι η χώρα έχει μια σοβαρή, αξιόπιστη μεταρρυθμιστική κυβέρνηση η οποία ακούγεται και η οποία δεν μιλά μόνο για τα θέματα που την αφορούν άμεσα, αλλά μπορεί να συμμετέχει στις ευρωπαϊκές και στις διατλαντικές διεργασίες μιλώντας και για τα προβλήματα των άλλων».
«Και βέβαια αφήνω τελευταίο την πολύ σημαντική διάσταση της έξυπνης πάλι ενίσχυσης της αποτρεπτικής δυνατότητας της χώρας.
Μετά από 10 χρόνια υποεπένδυσης στις Ένοπλες Δυνάμεις […] Δεν είναι πρόθεσή μας, θα στέλναμε και το λάθος μήνυμα και θα ήταν και λάθος στρατηγική, να μπούμε σε μια κούρσα εξοπλισμών, θα ήταν λάθος να το κάνουμε.
Αλλά σε κάθε περίπτωση θέλουμε να συζητήσουμε με την Τουρκία με καλή διάθεση, χωρίς κανείς να μπορεί όμως ποτέ να αμφισβητήσει ότι η αποτρεπτική ισχύς της χώρας μας είναι ισχυρότατη.
Άρα, νομίζω ότι αυτό συνθέτει ένα πλαίσιο σκληρής ισχύος, το οποίο όμως σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να μας απαγορεύσει να καθόμαστε στο τραπέζι της συζήτησης», κατέληξε ο Πρωθυπουργός.