Βουλή των Ελλήνων: Με αφορμή την επέτειο των διακοσίων χρόνων της κήρυξης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στις 22 Φεβρουαρίου 1821, ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, κ. Κωνσταντίνος Τασούλας, και ο Υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, καθηγητής Άγγελος Συρίγος, προέβησαν σε τιμητική αναφορά, κατά την έναρξη της σημερινής συνεδρίασης της Ολομέλειας της Βουλής, στα κρίσιμα και καθοριστικά εκείνα γεγονότα που αποτέλεσαν το προανάκρουσμα της Ελληνικής Επανάστασης.
Τασούλας: Τιμούμε και θυμόμαστε
Ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Κωνσταντίνος Τασούλας ανέφερε:
«Σαν σήμερα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όπως είναι γνωστό, ξεκίνησε, για την ακρίβεια το απόγευμα της 22ας Φεβρουαρίου του 1821, η πρόδρομος εκδήλωση, το προανάκρουσμα της Επαναστάσεως του 1821 στις παραδουνάβιες ηγεμονίες από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος, αφού παραιτήθηκε από την υπηρεσία του τσάρου Αλέξανδρου, διέσχισε έναν παραπόταμο του Δούναβη, ο οποίος ήταν τα όρια ανάμεσα στη Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και βάδισε προς την πρωτεύουσα της Μολδαβίας, το Ιάσιο.
Εκεί είναι περιοχή της Ρουμανίας σήμερα.
Η διάβαση του Προύθου ποταμού είναι η επέτειος την οποία τιμούμε σήμερα ως Βουλή των Ελλήνων και η οποία ξεκίνησε έναν αγώνα που κράτησε εννιά μήνες στη Μολδοβλαχία, από τον Φεβρουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 1821.
Ο αγώνας αυτός κρίθηκε ιστορικά ότι αποτέλεσε έναν ισχυρότατο αντιπερισπασμό που διευκόλυνε την Επανάσταση, και την κήρυξη και τη διεξαγωγή της, στη μεσημβρινή Ελλάδα.
Δεν νίκησε ο Υψηλάντης στη Μολδοβλαχία, στήθηκαν, όμως, σημαντικά ηθικά τρόπαια στο Δραγατσάνι, στο Σκουλένι, στη Μονή Σέκου και αλλού, εις τρόπον ώστε όλες αυτές οι εξελίξεις, όλο αυτό το εννιάμηνο, να διευκολύνει την καλή έκβαση της Επαναστάσεως τον πρώτο χρόνο από την κήρυξή της και μέχρι την ώρα που στην πρώτη Εθνοσυνέλευση την 1η Ιανουαρίου1822 στην Επίδαυρο κήρυξαν οι πρόγονοί μας την εθνική τους ανεξαρτησία.
Τιμούμε και θυμόμαστε ως Σώμα αυτή τη μνήμη, αυτήν την πορεία. Τιμούμε την προκήρυξη που δύο μέρες μετά εξέδωσε στο στρατόπεδό του ο Υψηλάντης στο Ιάσιο, η οποία φυλάσσεται στο Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο στην παλιά Βουλή.
Και είμαστε βέβαιοι ότι με τις εκδηλώσεις που οργανώνει η πολιτεία, η Βουλή και όλοι οι φορείς, παρά τις δυσκολίες της πανδημίας, αυτή η συγκλονιστική επέτειος, η υπαρξιακή επέτειος για τη χώρα μας, για το κράτος μας, για το έθνος μας, θα τιμηθεί με τον πρέποντα τρόπο.
Θα ήθελα να δώσω για τρία λεπτά τον λόγο, πριν από την έναρξη της ημερήσιας διάταξης, στον Υφυπουργό Παιδείας και καθηγητή πανεπιστημίου κ. Συρίγο, για να αναφερθεί ως ακαδημαϊκός και ως αρμόδιος Υφυπουργός Παιδείας σε αυτήν τη σημαντική σημερινή επέτειο.
Κύριε Υφυπουργέ, έχετε τον λόγο.»
Συρίγος: Η σπίθα που θα γινόταν πυρκαγιά
Λαμβάνοντας τον λόγο, ο Υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, καθηγητής Άγγελος Συρίγος, είπε:
«Σαν σήμερα πριν από 200 χρόνια, στις 22 Φεβρουαρίου 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διέβη τον Προύθο ποταμό, το φυσικό όριο ανάμεσα στη Ρωσία και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Τον περίμενε η φρουρά του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου που τον συνόδευσε στο Ιάσιο όπου συνέστησε στρατόπεδο.
Δύο ημέρες αργότερα, στις 24 Φεβρουαρίου 1821, εξέδωσε την περίφημη προκήρυξη για την απαλλαγή των Ελλήνων από την οθωμανική τυραννία: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Ήταν η σπίθα που σε λίγες εβδομάδες θα γινόταν πυρκαγιά.
Η επιλογή των παραδουνάβιων ηγεμονιών είχε τη σημασία της.
Η επανάσταση του 1821 δεν είχε ξένους διοργανωτές. Η ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας αντιλαμβανόμενη το ασύλληπτο μέγεθος του εγχειρήματος -άοπλοι χωρικοί εναντίον μιας αυτοκρατορίας- προσπάθησε μέσω του τολμήματος στη Μολδοβλαχία να παρασύρει τη Ρωσία στον αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία.
Οι Ρώσοι δεν ήλθαν.
Όπως είχε παρατηρήσει ο ίδιος ο Υψηλάντης σε επιστολή του τον Οκτώβριο του 1820:
‘‘Εξεύρω, ότι εις όλων τας καρδίας είναι ριζωμένη ἡ ματαία ἐκείνη πρόληψις, ὅτι ποτὲ μόνοι μας δεν ἐμπορούμεν να ἐλευθερωθῶμεν, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσμένωμεν ἀπὸ ξένους τὴν σωτηρίαν μας…
Έχετε πάντοτε προ οφθαλμών ότι ποτέ ξένος δεν βοηθεί ξένον, χωρίς μεγαλύτερα κέρδη.
Το αίμα το οποίον θέλουν χύσει οι ξένοι δι’ ημάς, θέλομεν το πληρώσει ακριβότερα.’’
Αιώνιο μάθημα ας είναι η συγκεκριμένη παρατήρηση του Υψηλάντη. Κανένας δεν θα έλθει να πολεμήσει τον δικό μας αγώνα, τον δικό μας πόλεμο.
Και η ναυμαχία του Ναυαρίνου; θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος…
Πράγματι, στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, ήλθαν ξένοι και έδωσαν αποφασιστική ώθηση προς την ανεξαρτησία μας.
Αυτό έγινε τον Οκτώβριο του 1827.
Είχαν ήδη προηγηθεί περισσότερα από 6 χρόνια επαναστατικού βίου των Ελλήνων.
Χωρίς την επανάσταση, χωρίς τις μάχες, χωρίς το ελληνικό αίμα που χύθηκε πριν τον Οκτώβριο του 1827, δεν θα υπήρχε Ναυαρίνο.
Επιπλέον, όπως είχε πει ο Υψηλάντης, την παρέμβαση των ξένων δυνάμεων την πληρώσαμε ακριβότερα:
με τις εγγυήτριες δυνάμεις ή με τα τρία κόμματα που φτιάξαμε στο ελεύθερο ελληνικό κράτος: το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό.
Η επανάσταση δεν πέτυχε βεβαίως στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Επειδή ήταν εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση, πέτυχε εκεί όπου μπορούσε να πετύχει: στις περιοχές όπου ζούσε ακμαίος ο ελληνισμός. Διότι η επανάσταση υπήρξε εξ αρχής ελληνική υπόθεση.
Οι προσδοκίες ότι και άλλοι Χριστιανοί θα κινητοποιούνταν για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό (οι κάτοικοι της Μολδοβλαχίας, οι Σέρβοι ή οι Βούλγαροι) δεν επαληθεύθηκαν.
Η θρησκεία προσδιόριζε την ταυτότητα του υπόδουλου. Δεν λειτούργησε όμως αυτοματοποιημένα το σχήμα ‘‘οι υπόδουλοι χριστιανοί εναντίον των μουσουλμάνων κατακτητών τους’’. Το κρίσιμο σημείο ήταν η ελληνική εθνική συνείδηση.
Τον δεσπόζοντα ρόλο στη διατήρησή της κατά τους 4 αιώνες δουλείας έπαιξε η εκκλησία. Το 1821 επαναστάτησαν όσοι αισθάνονταν Έλληνες για να αποκτήσουν την ελευθερία τους εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κατ’ ακολουθίαν, το ελληνικό κράτος που συγκροτήθηκε μετά την επανάσταση ήταν ο πολιτειακός φορέας ενός συγκεκριμένου πολιτισμού υπό συνθήκες ελευθερίας.
Ο Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης, ο Μάρκος Μπότσαρης, οι επαναστάτες, δεν πολέμησαν για να δημιουργήσουν γενικώς και αορίστως ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό κράτος.
Επαναστάτησαν για να δημιουργήσουν ένα ελληνικό κράτος. Ένα κράτος που (και τότε και τώρα) δεν μπορεί να είναι ουδέτερο έναντι της ελληνικής ταυτότητας των κατοίκων του.
Ο Υψηλάντης στο όραμά του, όπως αποτυπώνεται στην επαναστατική προκήρυξη της 24ης Φεβρουαρίου 1821, καταλήγει:
‘‘Το έθνος συναθροιζόμενον θέλει εκλέξη τους Δημογέροντάς του, και εις την ύψιστον ταύτην Βουλήν θέλουσιν υπείκει όλαι μας αι πράξεις…’’
Η σημερινή Βουλή των Ελλήνων είναι το παιδί εκείνης της προκηρύξεως.
Κυρίες και κύριοι,
Σαν σήμερα πριν από 200 χρόνια, στις 22 Φεβρουαρίου 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διέβη του Προύθο ποταμό.
Έτσι άρχισαν όλα.»
Κατρούγκαλος: Ιδιαιίτερα σημαντικές αυτές οι ημερομηνίες
Αμέσως μετά, ο Πρόεδρος της Βουλής έδωσε τον λόγο στον εκπρόσωπο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, βουλευτή του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς, καθηγητή Γεώργιο Κατρούγκαλο, ο οποίος ανέφερε:
«Κατ’ αρχάς σας συγχαίρουμε για την πρωτοβουλία αυτή και για την εκδήλωση ιστορικής μνήμης. Και εμείς θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντικές τις ημερομηνίες αυτές.
Ουσιαστικά, στις 21 Φεβρουαρίου 1821 έχουμε την πρώτη εκδήλωση στο Γκαλάτσι από τον εκεί επικεφαλής του ρωσικού προξενείου και το πρώτο σώμα επαναστατών.
Σαν σήμερα περνά τον Προύθο ο Υψηλάντης και την επόμενη μέρα έχουμε την προκήρυξή του με την οποία καλεί σε επανάσταση όλο τον ελληνισμό.
Θέλω να θέσω συμπληρωματικά υπόψη σας ότι έχει διατυπωθεί η πρόταση, η ημερομηνία της προκήρυξης, δηλαδή, η 23η Φεβρουαρίου, να κηρυχθεί ως ημέρα του Ελληνισμού της Διασποράς, έννοια που είναι πολύ ευρύτερη και ορθότερη να την ακολουθούμε από την Ημέρα των Αποδήμων.
Είναι πρόταση που έχει κατατεθεί από τον Σύνδεσμο Μπάιρον, επικεφαλής του οποίου είναι το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς, ο Πάνος Τριγάζης.
Έχει επανέλθει στον δημόσιο διάλογο με αρθρογραφία του το τελευταίο διάστημα και νομίζω ότι είναι μια πρόταση που αξίζει να εξεταστεί.
Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.»