Γράφει η Φένια Βουδαντά
Όλα κυλούν. Και χρέος μας είναι να τα αφήσουμε να κυλήσουν όπως θέλουν αυτά, με το δικό του ρυθμό το καθετί, με τη δική του διαδρομή.
Το γεγονός ότι τα πράγματα στη ζωή μας κυλούν φυσικά σαν κύματα το ένα πίσω απ’ το άλλο, δε σημαίνει ότι θα πρέπει να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο πρότυπο, περισσότερο αναφέρομαι στο κοινωνικό.
Δεν υπάρχει κάποιο επίσημο πρωτόκολλο, βάσει του οποίου θα κάνεις κάποιες επιλογές στη ζωή σου και μάλιστα με καθορισμένη χρονική σειρά προτεραιότητας.
Όταν προβαίνεις σε μια επιλογή επειδή σου είπαν ότι «έτσι πρέπει», ότι είναι μονόδρομος, ότι «έτσι όπως τα κατάφερες, αυτή είναι η μόνη σου επιλογή» κι εσύ δέχεσαι να ακολουθήσεις αυτόν τον τρόπο σκέψης, να είσαι σίγουρος ότι φέρεις μια ευθύνη γι’ αυτήν την επιλογή, την οποία ευθύνη και παραβλέπεις ουσιαστικά.
Δίνεις έμφαση σε ό,τι υπάρχει γύρω από την επιλογή αυτή και όταν συνήθως όλα έχουν αποτύχει, διά της γνωστής μεθόδου της εις άτοπον απαγωγής, προχωράς προς μια κατεύθυνση.
Μη γνωρίζοντας. Στα τυφλά. Απλώς ξέρεις ότι οι άλλες κατευθύνσεις οδηγούν σε αδιέξοδο. Μόνο αυτό ξέρεις.
Γράφοντας αυτές τις γραμμές, είχα στο νου μου τη μητρότητα. Ίσως και την πατρότητα, απλώς στην πλειονότητα των περιπτώσεων η μητέρα είναι αυτή που ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή στη διαμόρφωση κάθε πλευράς του ατόμου, είναι αυτή που τοποθετεί το πρώτο λιθαράκι, είτε άτσαλα, είτε προσεκτικά. Φέρει την ευθύνη.
Δε γράφω εδώ για να κατακρίνω καμία μάνα, πόσο μάλλον εκείνη που ούτε αντιμετώπισε την τεκνοποίηση ως φυσική εξέλιξη ενός γάμου αλλά και που ούτε το επέλεξε. Ουκ ολίγες φορές κάποια πράγματα τυχαίνουν, δεν ασκούμε έλεγχο, ακόμα κι αν πιστεύουμε πως έχουμε αίσθηση ελέγχου.
Πάντα γράφω για να προβληματίζω, να προβληματίζομαι κι εγώ.
Το ότι μια γυναίκα δε βρήκε την τόλμη και το θάρρος να προχωρήσει όπως επιθυμεί δεν εξαρτάται πλήρως από εκείνη. Διακυβεύονται πολλά στο όνομα της κοινωνικής συνοχής και της «εύρυθμης λειτουργίας» της κοινωνίας, η οποία τείνει ακόμα να κατηγοριοποιεί και να προδικάζει.
Προσπαθώ να κατανοήσω την ψυχοσύνθεση μιας γυναίκας, η ζωή της, σύμφωνα με εκείνη και πολύ περισσότερο με το περιβάλλον της, δεν έχει κάτι άλλο να της προσφέρει πέρα από ένα παιδί από τη στιγμή που παντρεύτηκε.
Προσπαθώ να κατανοήσω το σκεπτικό της κοινωνίας, πίσω από το οποίο η γέννηση ενός παιδιού μπορεί να θεωρηθεί μονόδρομος.
Αγνοώντας την ίδια τη γυναίκα που θα αποτελεί τον φορέα αυτής της νέας ζωής, αγνοώντας την καταπιεσμένη της επιθυμία να ανοίξει τα φτερά της, να πετάξει, να μάθει, να γνωρίσει, να κάνει αυτό που την ευχαριστεί, αγνοώντας την επιθυμία που καταπιέστηκε βαθιά μέσα της όταν κάποιος την έπεισε ότι «δεν είναι αυτή γι’ αυτά», «ότι υπάρχει η γυναίκα της οικογένειας και η γυναίκα της καριέρας», ότι «αυτά δεν πηγαίνουν μαζί».
Αγνοώντας το φόβο που κάθε μέρα ποτιζόταν κι από σχεδόν ανύπαρκτος κατέληξε να αποτελεί τεράστια ύπαρξη στο μυαλό της που τη χειραγωγεί και την αποτρέπει από το να ζήσει όπως αυτή θέλει.
Προσπαθώ να αφουγκραστώ τον πόνο της γυναίκας αυτής, μα δεν είναι μία. Είναι αρκετές, ακόμα και σήμερα, που επειδή μεγάλωσαν με το πρότυπο της οικογένειας στην πιο απόλυτη μορφή του, θεωρούν ότι «έτσι γίνεται, έτσι πρέπει να γίνει».
Αυτό είναι το οικείο για εκείνη, άσχετα αν μπορεί ή όχι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή κι αν είναι έτοιμη να ανταποκριθεί στις καθημερινές προκλήσεις της μητρότητας.
Έχοντας αυτό το πρότυπο στο μυαλό της, είναι πεπεισμένη ότι είναι ακόμα ανολοκλήρωτη, ότι χρειάζεται οικογένεια για να ολοκληρωθεί, έναν πιστό σύζυγο, ένα όμορφο σπίτι και φυσικά ένα παιδί (ή και περισσότερα). Και με αυτόν τον τρόπο, θα συμβάλει κι εκείνη στη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους.
Ψάχνει, λοιπόν, την ολοκλήρωση, γιατί νιώθει μισή.
Κάποιος πρέπει να της πει ότι το παιδί τη χρειάζεται ολόκληρη από τη στιγμή που θα γεννηθεί μέχρι και την ώρα που με τα κατάλληλα εφόδια θα περάσει το κατώφλι του σπιτιού και θα αρχίσει να γράφει τις σελίδες της δικής του ζωής, αυτή τη φορά χωρίς επίβλεψη (τουλάχιστον όχι πλήρη).
Κάποιος πρέπει να της πει ότι το παιδί όταν γεννιέται είναι ένας «λευκός πίνακας», χωρίς γνώσεις κι εμπειρίες, οπότε δε θα τη βοηθήσει πρακτικά, ώστε να εντοπίσει αυτό που πραγματικά τής λείπει.
Ναι, φυσικά, το αίσθημα της αγάπης που θα βιώσει η μητέρα μπορεί να ανακουφίσει αυτήν την έλλειψη πληρότητας που νιώθει να τη χαρακτηρίζει. Μα αν δε τη νιώθει για τον εαυτό της, μπορεί να την προσφέρει ουσιαστικά και μακροπρόθεσμα;
Ρώτησε ποτέ κανείς αυτή τη γυναίκα πώς νιώθει με τα κιλά της εγκυμοσύνης, για τις αλλαγές που θα επέλθουν στο σώμα της; Βασικά τη ρώτησε ποτέ κανείς για το πώς νιώθει το σώμα της; Είναι εντάξει με αυτό; Το φροντίζει ικανοποιητικά, ώστε να είναι σε θέση να φροντίσει και ένα ζωντανό πλάσμα διά μέσου του ίδιου του σώματός της; Εναρμονίζεται το σώμα με την ψυχή της; Τα έχει καλά με την ψυχή της; Είναι σε θέση να προστατεύσει το συναίσθημά της, να το κατανοήσει και να το ρυθμίσει; Τα παιδιά καταλαβαίνουν από έμβρυα ακόμα, μα είναι ευάλωτα κι επηρεάζονται από το οτιδήποτε, απλώς εισπράττουν και συσσωρεύουν.
Αργότερα, στη ζωή τους, πολλές φορές δε μιλούν, μόνο παρατηρούν, επιδιώκουν να ενταχθούν κάπου και να ταυτιστούν. Κι αν ταυτιστούν με τη μητέρα τους; Θα νιώσουν κι αυτά ανολοκλήρωτα;
Μπορεί η γυναίκα να πλάθεται με τέτοιο τρόπο ώστε να πληροί τις προδιαγραφές για να τεκνοποιήσει, όμως πρέπει να γνωρίζει ότι δεν είναι απαραίτητα ο σκοπός της αυτός, δεν είναι η επιλογή εκείνη που προκύπτει όταν όλα τα υπόλοιπα έχουν αποτύχει. Δεν είναι ένα κουμπί που πατάς πειραματικά για να δεις τι θα γίνει. Πολλά θα γίνουν και το μέγεθος της ευθύνης είναι τελικά ανυπολόγιστο.
Δεν υποστηρίζω με όλα τα παραπάνω ότι θα πρέπει να μιλάμε για τον τέλειο άνθρωπο, για την τέλεια γυναίκα που έχει λύσει τα πάντα για να κάνει παιδί, επειδή απλούστατα «είμαστε τέλεια ατελείς», όπως κάπου διάβασα και συμφωνώ. Λέω, όμως, ότι η μητρότητα δεν είναι η φυσική εξέλιξη ενός γάμου για μια γυναίκα, δεν είναι το τελευταίο χαρτί στο οποίο ποντάρεις για να βρεις την ευτυχία σου.
Θα μπορούσα να συσχετίσω τη μητρότητα με το φτερούγισμα. Με το ένστικτο. Με το ξαφνικό χαμόγελο που προκύπτει εν μέσω υποχρεώσεων, γραφειοκρατίας και φασαρίας που αυτόματα το εξαφανίζουν. Με την ηρεμία, με την ειλικρινή θέληση για προσφορά ανατροφής και φροντίδας. Έχοντας μάθει πρώτα να φροντίζω εμένα.
Δεν είναι μονόδρομος η μητρότητα. Δε θα έπρεπε να είναι. Δεν είναι η στραπατσαρισμένη επιλογή, είναι η πεντακάθαρη συνειδητή επιλογή, η απαλλαγμένη από «πρέπει», από δυσλειτουργικές μαθημένες συμπεριφορές, από την απελπισία τη στιγμή που όλα έχουν καταρρεύσει.
Είναι η βαθιά επιθυμία να προσφέρεις φως, απ’ αυτό που ήδη υπάρχει μέσα σου.