Την Τετάρτη 7 Απριλίου, η διαΝΕΟσις και το Κέντρο Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (SEESOX) διοργάνωσαν μια δημόσια διαδικτυακή συζήτηση για τη νέα ελληνική διασπορά.
Ποιο είναι το προφίλ των Ελλήνων της νέας ελληνικής διασποράς; Πώς μπορούν να συνεισφέρουν στην Ελλάδα; Για ποιους λόγους επέλεξαν κάποιοι να επιστρέψουν; Πολλές απαντήσεις δόθηκαν στη συζήτηση που διήρκησε περίπου μιάμιση ώρα.
Στη συζήτηση υπό τον συντονισμό του Διευθυντή Περιεχομένου της διαΝΕΟσις Θοδωρή Γεωργακόπουλου, συμμετείχαν οι: Μανώλης Πρατσινάκης, Λέκτορας μεταναστευτικών σπουδών και Ερευνητής-Υπότροφος του Ιδρύματος Ωνάση στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης – επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας της διαΝΕΟσις για την ελληνική διασπορά στο Ηνωμένο Βασίλειο, Όθων Αναστασάκης, Διευθυντής του Κέντρου Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Αλέξης Πατέλης, Επικεφαλής του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, Μαγδαληνή Σγουρίδη, Αρχιτέκτων ΕΜΠ, RIBA – Λονδίνο, Λάμπρος Κούρτης, Συνιδρυτής The Sanguine Lab, Hyalex Orthopaedics – Σύμβουλος ADDF, Gates Ventures, Velocity Partners – Επισκ. Καθηγητής Tufts University και Σοφία Γκιούσου, EMEA Policy Lead, Airbnb – Λονδίνο.
Τη συζήτηση άνοιξε ο Μανώλης Πρατσινάκης, ο οποίος παρουσίασε κάποια από τα βασικά ευρήματα της έρευνας της διαΝΕΟσις για την ελληνική διασπορά στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σημείωσε πως ο πληθυσμός αυτός τριπλασιάστηκε σε διάστημα δέκα χρόνων, ενώ οι νέοι μετανάστες προέρχονται από ποικίλα κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα, σε αντιδιαστολή με το παρελθόν, και εργάζονται σε μια πληθώρα πεδίων απασχόλησης είτε είναι απόφοιτοι υψηλής ειδίκευσης είτε ανθρώποι με χαμηλότερη τυπική εκπαίδευση. Σχετικά με τους λόγους της μετανάστευσης, αναφέρθηκε στην κρίση η οποία έκανε για κάποιους τη φυγή μια αναγκαστική επιλογή, υπογραμμίζοντας πως για την πλειονότητα η μετανάστευση αποτελούσε επιθυμία για αναζήτηση ενός πιο σταθερού περιβάλλοντος. Σύμφωνα με την έρευνα, την επιστροφή στην Ελλάδα επιθυμεί μια μικρή μειονότητα σε ό,τι αφορά το βραχυπρόθεσμο μέλλον, ποσοστό όμως που ανεβαίνει για το απώτερο μέλλουν από περίπου 11% σε 60%, εφόσον πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις. Το γεγονός αυτό σχετίζεται με τους ισχυρούς συναισθηματικούς και κοινωνικούς δεσμούς με την Ελλάδα. Αναφερόμενος στο δεύτερο κύμα της έρευνας εν μέσω πανδημίας, ο κ.Πρατσινάκης ανέφερε ότι σε διάστημα ενάμιση χρόνου επέστρεψε το 11% του δείγματος, το οποίο δεν δείχνει μια γενικευμένη τάση επιστροφής. Ως συμπέρασμα των παραπάνω κατέληξε ότι στην παρούσα φάση δεν θα ήταν γόνιμη μια πολιτική η οποία στοχεύει μονοδιάστατα στην επιστροφή των Ελλήνων του εξωτερικού, πρώτον γιατί οι δομικές συνθήκες που οδήγησαν στη φυγή τους δεν έχουν θεραπευτεί πλήρως, και δεύτερον γιατί η επιθυμία των περισσοτέρων παραμένει η παραμονή τους στο εξωτερικό -όχι μόνο για οικονομικούς λόγους. Υποστήριξε ότι είναι σημαντικό να υπάρξει ενδυνάμωση των δεσμών και ενθάρρυνση των συνεργασιών με φορείς και επαγγελματίες στην Ελλάδα. Κλείνοντας, επεσήμανε ότι «δεδομένου ότι η Ελλάδα συνεχίζει να έχει το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη για άτομα με υψηλή ειδίκευση και ταυτόχρονα το χαμηλότερο ποσοστό κενών θέσεων, η έμφαση θα έπρεπε πρωτίστως να δοθεί στη συγκράτηση και τη βέλτιστη διαχείριση του εγχώριου δυναμικού”. Η έρευνα αποτελεί μια χαρτογράφηση του ελληνικού πληθυσμού που ζει στο Ηνωμένο Βασίλειο και μπορείτε να τη διαβάσετε ολόκληρη εδώ.
Ο Όθων Αναστασάκης αναφέρθηκε στη διαχρονική διασύνδεση ανάμεσα στην Ελλάδα ως «μητέρα πατρίδα» και τη διασπορά της. Σχετικά με τη νέα μετανάστευση, η οποία αποτελεί ιστορικά το τρίτο μεγάλο κύμα εξόδου, παρατήρησε τον εκσυγχρονισμό της σχέσης ανάμεσα στην Ελλάδα και τη διασπορά αναφερόμενος σε μια σειρά από θέματα. Πρώτον, οι παραδοσιακές μορφές δικτύωσης και οργάνωσης της διασποράς επαναπροσδιορίζονται, και παράλληλα εμφανίζονται νέες μορφές επικοινωνίας, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεύτερον, η ψηφιοποίηση των κρατικών μηχανισμών ωφελεί σημαντικά τους Έλληνες του εξωτερικού στην εξυπηρέτηση των αναγκών τους. Τρίτον, σημαντική στιγμή αποτέλεσε η ψήφιση του δικαιώματος ψήφου της διασποράς, το οποίο πρέπει ωστόσο να εφαρμοστεί υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Επίσης, οι τρόποι προσφοράς, γνωστοί ως “κοινωνικά εμβάσματα”, έχουν διευρυνθεί από τις παραδοσιακές μεθόδους και πλέον αφορούν τομείς όπως η επιχειρηματικότητα, η παιδεία και η υγεία. Επεσήμανε δε, ότι στο διεθνές διασπορικό περιβάλλον, οι αποτελεσματικές εμπειρίες άλλων χωρών μπορούν να αξιοποιηθούν ως παραδείγματα για την Ελλάδα. Τέλος, τόνισε ότι «δεν βλέπουμε την διασπορά με ρομαντικό τρόπο ως δηλαδή τη πεφωτισμένη διασπορά, η οποία θα οδηγήσει την οπισθοδρομική Ελλάδα σε μια καλύτερη πορεία, αλλά πώς από αυτή τη σχέση θα γνωρίσουμε τη διασπορά καλύτερα ώστε να οδηγηθούν σε καλύτερα αποτελέσματα και οι δύο μεριές».
Τον λόγο στη συνέχεια έλαβε ο Αλέξης Πατέλης, ο οποίος έχοντας ζήσει και ο ίδιος στο εξωτερικό για 18 χρόνια συνολικά, είπε ότι είναι προσωπικοί κυρίως οι λόγοι που αποφασίζει κανείς να ζήσει κάποια περίοδο της ζωής στο εξωτερικό και ότι το πρόβλημα δημιουργείται «όταν αυτό γίνεται γιατί η πατρίδα σου σε ωθεί να πας να ζήσεις κάπου αλλού». Υπογράμμισε ότι ως «κυβέρνηση και ως κράτος προφανώς έχουμε την υποχρέωση να δημιουργούμε τις συνθήκες για να επιτρέψουμε σε όποια Ελληνίδα και όποιον Έλληνα να ζει στην πατρίδα του». Επίσης, σύμφωνα με τον κ. Πατέλη (και μετά από σχετική ερώτηση του κοινού) η υπουργική απόφαση για τα φορολογικά κίνητρα για να επιστρέψουν οι Έλληνες του εξωτερικού αναμένεται να δημοσιοποιηθεί τις επόμενες μέρες. Σημείωσε δε, ότι τα φορολογικά κίνητρα είναι σημαντικά, ενώ αναγνώρισε ότι δεν αποτελούν αποκλειστικό λόγο επιστροφής. Κατά την τοποθέτησή του επικεντρώθηκε στο Εθνικό Σχέδιο “Ελλάδα 2.0”, που ανακοινώθηκε πρόσφατα, και το οποίο είναι ένα πλέγμα δράσεων, επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων, με στόχο, όπως είπε, να βοηθήσει στην αλλαγή τις χώρας, αλλά και έμμεσα να προσελκύσει Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό. Αναφέρθηκε ενδεικτικά σε ορισμένες από τις 112 επενδύσεις και 58 μεταρρυθμίσεις του σχεδίου, όπως η ψηφιοποίηση του κράτους, η επέκταση της ηλεκτροκίνησης και του 5G σε όλη τη χώρα και οι επενδύσεις σε θέματα περιβάλλοντος και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η Σοφία Γκιούσου μοιράστηκε τη δική της προσωπική εμπειρία ως Ελληνίδα που ζει στο Λονδίνο για αρκετά χρόνια. Ανάμεσα στους λόγους για τους οποίους έφυγε, ανέφερε την επιθυμία της για επαγγελματικές ευκαιρίες σε μια μεγαλύτερα αγορά, καθώς και τη δυνατότητα να εργάζεται με πλήρη απασχόληση και παράλληλα να πραγματοποιεί σπουδές μερικής φοίτησης. Η επαγγελματική και προσωπική της ζωή βρίσκεται πλέον μόνιμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, και σύμφωνα με τις δικές της ανάγκες, θα επέστρεφε στην Ελλάδα μόνο αν το επόμενο βήμα στην καριέρα της την οδηγούσε εκεί προσωρινά, καθώς δεν έχει πειστεί ότι στην Ελλάδα θα έχει συνέχεια και μέλλον. Νιώθει έντονη σύνδεση με την ελληνική κουλτούρα, ωστόσο, η απογοήτευση που νιώθει από τη χώρα της εντοπίζεται στις δυσκολίες της γραφειοκρατίας για τους Έλληνες του εξωτερικού και στην ανακολουθία της καθημερινότητας στην χώρα.
Η Μαγδαληνή Σγουρίδη, η οποία επίσης ζει στο Λονδίνο, συμπλήρωσε ότι δεν νιώθει απογοητευμένη από την Ελλάδα, αλλά επισήμανε ότι κάθε χώρα προσφέρει κάτι διαφορετικό. Περιγράφοντας την προσωπική της πορεία, είπε ότι αφού ολοκλήρωσε της σπουδές της στην Ελλάδα δεν είχε πρόθεση να φύγει στο εξωτερικό, ωστόσο, μετά από ανεπιτυχείς προσπάθειες να δημιουργήσει κάτι επαγγεματικά στον κλάδο της, αποφάσισε να πάει στο Λονδίνο. Χαρακτήρισε τα χρόνια εργασιακής εμπειρίας στο εξωτερικό ως «ό,τι πιο σημαντικό έχει κάνει στη ζωή της», ενώ παράλληλα, διατήρησε τους δεσμούς της με την Ελλάδα. Ανέφερε ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει κάποια βήματα προς το καλύτερο, όπως η πρόοδος που έχει σημειωθεί στο κομμάτι της ψηφιακής διακυβέρνησης. Η ίδια υπογράμμισε ότι επιθυμεί να επιστρέψει στην Ελλάδα αλλά αυτό πρέπει να γίνει υπό προϋποθέσεις, ώστε να συνεχίσει να είναι δημιουργική, παραγωγική και να προσφέρει ό,τι έχει μάθει στην μέχρι τώρα επαγγελματική της πορεία.
Ο Λάμπρος Κούρτης έφερε μια ακόμα διάσταση στη συζήτηση ως Έλληνας που έζησε για πολλά χρόνια στις ΗΠΑ και επέλεξε να ζει πλέον μόνιμα στη Λάρισα, όπου και μεγάλωσε. Βρέθηκε στο εξωτερικό για σπουδές, ενώ η έκθεσή του στο περιβάλλον της Σίλικον Βάλεϊ τον ώθησε να ασχοληθεί με τον χώρο της επιχειρηματικότητας. Ανέφερε ότι τα χρόνια στο εξωτερικό του προσέφεραν πολύ ευχάριστες εμπειρίες τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά. Σημείωσε ότι η πανδημία μας διδάσκει ότι δεν υπάρχουν πλέον χωροταξικοί περιορισμοί, ενώ δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε την μετανάστευση ή την επιστροφή στην πατρίδα ως μια μόνιμη κατάσταση, αλλά ως σταθμούς στη ζωή που μας κάνουν πολίτες του κόσμου. Ως επιχειρηματίας, πρόσθεσε, πρέπει να βρίσκει τρόπους για να δημιουργεί μόνος του τις προϋποθέσεις για την εξέλιξή του, και ότι ο ίδιος δεν αντιμετωπίζει την γραφειοκρατία ως τροχοπέδη, ωστόσο είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς τις συνθήκες διαβίωσης σε μια χώρα εκ των προτέρων.
Ακολούθησε ένας δεύτερος κύκλος τοποθετήσεων από τους συμμετέχοντες, οι οποίοι απάντησαν σε κάποιες από τις δεκάδες ερωτήσεις και τα σχόλια του κοινού που είχαν διατυπωθεί κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
Έχει αξία να αναφέρουμε ενδεικτικά κάποια από τα πράγματα που αναφέρθηκαν σε αυτή την παράλληλη κουβέντα που διεξήχθη κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης στο chat του Zoom. Έλληνες από διάφορες χώρες του εξωτερικού, αλλά και επεναπατρισθέντες, έγραψαν για τις προσωπικές τους εμπειρίες, αλλά και σχόλια για όσα ακούστηκαν στη συζήτηση. Μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
“Μερικοί Έλληνες της διασποράς έχουν εργασιακή εμπειρία που λείπει από την εγχώρια αγορά, και έχει μεγάλη αξία για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Γι αυτό και χρειάζεται στοχευμένη πολιτική για την επιστροφή τους. Δεν είναι αρκετό αν ελπίζουμε ότι θα βελτιωθεί γενικά η οικονομία για όλους”.
“Όσο πιο ψηφιακή γίνεται η Ελλάδα, άρα λιγότερη γραφειοκρατία και (ίσως) περισσότερη αξιοκρατία, και όσο μεγαλύτερη θα είναι η ανάπτυξη, άρα επενδύσεις, τόσο πιο πολλοί θα σκέφτονται να επιστρέψουν. Σας το λέει κάποιος, που επέστρεψε μετά από 18 χρόνια σπουδών και εργασίας στη Γερμανία”.
“Η ελληνική διασπορά των τελευταίων ετών έχει υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο και αποτελεί και ένα μεγάλο δυναμικό δίκτυο σε όλο τον κόσμο. Θα ήταν επιτυχία οι θεσμικοί φορείς της Ελλάδας να ενωθούν και να χρησιμοποιήσουν αυτά τα δίκτυα προς όφελος τους προκειμένου να γίνει ανταλλαγή ιδεών και εμπειριών”.
“Όσον αφορά την ψηφιακή διακυβέρνηση. Τα προξενικά γραφεία αποτελούν τον τελευταίο τροχό της αμάξης. Ποια είναι τα μέτρα που προτείνετε για τον εκσυγχρονισμό τους και την επικαιροποίηση της κατάρτισης του προσωπικού; Π.χ. προξενικό γραφείο των Βρυξελλών, είναι αδύνατη η χρήση ηλεκτρονικών πληρωμών, και απαιτείται προσωπική παρουσία εν μέσω πανδημίας”.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε ολόκληρη τη συζήτηση εδώ: