Της Φένιας Βουδαντά
Ξυπνάς. Ήρθε η μέρα που καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς πια να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου. Κοιτάς την ανατολή και είναι σαν να βλέπεις το πρόσωπό του να ξεπροβάλλει από τις πρωινές ζωγραφιές του ήλιου. Πλένεις το πρόσωπό σου και είναι λες και είναι δίπλα σου και πλένει τα δόντια του, χαμογελώντας σου. Είναι εκεί.
Τρως το πρωινό σου στο τραπέζι και είναι λες και κάθεται στην απέναντι καρέκλα και σε παρατηρεί. Ντύνεσαι και θυμάσαι πως του άρεσαν αυτά τα ρούχα, είτε βρίσκονταν πάνω σου είτε στο πάτωμα κουλουριασμένα. Ξεκλειδώνεις την πόρτα, μα η καρδιά σου είναι ακόμα κλειδωμένη και πάντοτε θα είναι, αφού τις κλειδώσατε και οι δύο πριν καιρό και πετάξατε τα κλειδιά στη βαθιά θάλασσα των συναισθημάτων σας. Κοιτάς τον ήλιο και πια δε φοράς τα γυαλιά ηλίου σου, αφού αυτός είναι ο ήλιος σου και το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να τον κοιτάξεις κατάματα, ειλικρινά, χωρίς φιλτραρισμένους φακούς. Και το φεγγάρι και όλα τα ουράνια σώματα είναι. Είναι εκεί για εσένα, νιώθεις την ενέργειά του να μπερδεύεται με τη δική σου κι ας μη βρίσκεται εκεί το σώμα του. Βρίσκεται όμως αυτό που καθορίζει τις κινήσεις και τα βήματά του, η ψυχή του, κι αυτό είναι αρκετό για να τον φέρει κοντά σου.
Περπατάς στο δρόμο και ακόμη συναντάς το πρόσωπό του σε άλλα αδιάφορα, μα πλέον ξέρεις ότι δεν πρόκειται γι’ αυτόν πραγματικά. Αλλά για φθηνές απομιμήσεις αγάπης που σου χτυπούν κατά καιρούς την πόρτα, μπορεί να τους δίνεις και ένα ζευγάρι κλειδιά για να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι σου, μα ποτέ κλειδιά για την καρδιά σου. Ο αιώνιος όρκος αγάπης που δώσατε τότε δε σου επέτρεψε να βγάλεις αντικλείδια και να τα μοιράζεις εδώ κι εκεί.
Περνάς ασυναίσθητα από το λιμάνι μπροστά από τo οποίo κοιτάχτηκαν ψυχές και σώματα και ένα κομμάτι σου ίσως ακόμα ελπίζει πως θα περάσει κι εκείνος ασυναίσθητα από εκεί, ας πούμε ότι θα τον βγάλει ο δρόμος, εκείνος ο μονόδρομος που θα τον οδηγήσει κι αυτόν εκεί που πραγματικά θέλει, σε εσένα. Κι ας ξοδεύεται σε άλλους βρώμικους δρόμους για να λέει πως για κάπου τραβά κι αυτός, κι ας παιδεύεται εκεί με ανούσιους προορισμούς, εσύ είχες φροντίσει μια νύχτα, που δεν είχε σημασία αν είχε πανσέληνο ή όχι, να του κάνεις καθαρό πως ο δρόμος πάντοτε για εσένα θα είναι ανοιχτός κι ο προορισμός όλος δικός του. Είχε χαμογελάσει και από τα μάτια του ξεχύνονταν καταρράκτες όμορφων συναισθημάτων, δεν υπάρχει περίπτωση όσο και να το θέλει να ξεφύγει από αυτήν την πραγματικότητα τώρα.
Εύχεσαι μέσα σου να ξεπηδούσατε κι οι δύο από τον δικό σας ξεχωριστό και βολεμένο κόσμο και να προσγειωνόσασταν μαζί κάπου, κι ας ήταν στο απέραντο κενό. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δε χρειάστηκαν ευφάνταστα περιβάλλοντα με μοσχομυριστά λουλούδια κι επιβλητικά στολίδια, πάντα η καρδιά στολιζόταν με ένα απλό φιλί σας, κι αυτό ήταν αρκετό.
Νιώθεις την ανάσα του παντού. Στα ζόρια και στις χαρές της καθημερινότητας κι αυτό σε ηρεμεί, ηρεμεί το μυαλό σου από τις σκοτούρες στη σκέψη μόνο ότι κάπου υπάρχει κι ας μην ξέρεις πού είναι και τι κάνει, ηρεμεί την ψυχή σου και της δίνει κουράγιο να συνεχίσει να μάχεται.
Κι ας κοιμάστε χωριστά, κι ας μοιράζετε τις στιγμές σας όπου βρείτε εύκαιρα, είστε πλασμένοι ο ένας για την αγκαλιά του άλλου. Η ψυχή ουρλιάζει στη θέαση των άλλων που προσπαθούν να τρυπώσουν μέσα σου και ζητά λύτρωση. Και μόνο τότε θα κλείσει πραγματικά αυτή η αγκαλιά και η ψυχή θα λυτρωθεί, όταν τα κομμάτια του πάζλ ενωθούν και δημιουργήσουν επιτέλους μια εικόνα με νόημα.
Γνωρίζετε καλά και οι δύο πως όλες αυτές οι εμπειρίες που περνάτε χώρια είναι μεταβατικά στάδια και τίποτα άλλο, προκειμένου κάποια στιγμή ξανά να ανταμώσετε. Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε από τότε που έβαλες το αγαπημένο του μαξιλάρι στο πατάρι. Και θα λήξει, είτε όταν το ξαναβγάλεις, είτε ποτέ.
Ή μαζί ή τίποτα.
Πάλι σε παρέσυραν οι σκέψεις, πάλι ξεχάστηκες στην άκρη της θάλασσας. Έβγαλε κρύο εδώ στην έρημη πόλη κι ο οργανισμός σου σε προστάζει να βάλεις τις παλάμες στις τσέπες του παλτού σου. Ακούς τον κροταλισμό των κλειδιών σου στην αριστερή τσέπη κι αυτόματα η ψυχή ζεσταίνεται.
Η ζωή ξέρει πολύ καλά τι κάνει, είστε χωριστά για να βρεθείτε και να μη χωριστείτε ξανά ποτέ.