Της Φένιας Βουδαντά
Δεν ξέρω τι είναι έρωτας, δεν ξέρω καν ποιος μπορεί να τον ορίσει. Σίγουρα όχι η γενιά στην οποία ανήκω, κανένας 20άρης δε θα τον ορίσει, όχι γιατί στην πραγματικότητα δεν μπορεί, αλλά γιατί αρνείται να πάει κόντρα στις συνθήκες που τον υποβαθμίζουν. Που τον μετατρέπουν σε αφηρημένη και ουτοπική έννοια, αντί να τον κάνουν πράξη, αντί να τον φέρουν στη ζωή τους με την ολοκληρωτική του υπόσταση, όχι με εκείνη που αποτελεί ψήγματα μέσα σε καρδιές που έχουν τόσα να νιώσουν και να προσφέρουν, αλλά παγιδεύονται σε πρότυπα και μηχανισμούς άμυνας.
Και όχι, δεν είμαι εγώ αυτή που θα πει τι εστί έρωτας, δε γράφω για να το παίζω έξυπνη και παντογνώστης, είμαι κι εγώ θύμα της νοοτροπίας αυτής που έχει καταπιεί κόσμο και κόσμο, που περιμένει από τον άλλον να κάνει το πρώτο βήμα, για να κάνω εγώ το δεύτερο, μετά αυτός το τρίτο και πάει λέγοντας, με την προϋπόθεση φυσικά ότι υπάρχει συγχρονισμός και συνεννόηση μεταξύ μας.
Κι ας βαφτίζουμε συγχρονισμό την ταύτιση των ωρών που είμαστε online, που αποδεχόμαστε το αίτημα φιλίας εκείνη τη στιγμή που πρέπει, ανεβάζουμε το τραγούδι εκείνη τη στιγμή που πρέπει για να πάρει το μήνυμα ο άλλος ότι ενδιαφερόμαστε, γράφουμε εκείνο το πρωτότυπο quote πάνω από τη φωτογραφία, περνώντας το μήνυμα ότι κάναμε το βήμα, σειρά του άλλου να κάνει το επόμενο, ώστε να προαχθεί μετά η συνεννόηση με το κατάλληλο emoticon, είτε εκείνο που κλαίει από τα γέλια με την πρόφαση ότι κάνει πλάκα για να το παίξει κουλ παρόλο που δε νιώθει καθόλου έτσι τη στιγμή που σου μιλάει, είτε εκείνο του οποίου τα μάγουλα κοκκινίζουν από ντροπή, γιατί αυτοί είμαστε, γιατί ντρεπόμαστε και πίσω από την οθόνη, δε μας έφτανε το τετ α τετ.
Ναι, είμαι κι εγώ θύμα της νοοτροπίας αυτής που κατακλύζει τη σημερινή νεολαία και χαμηλώνει το κεφάλι μπροστά σε όποιο όμορφο συναίσθημα, βάζει την οθόνη μπροστά ως ασπίδα ασφαλείας να αντισταθμίσει την ανασφάλεια και περιμένει το follow για να κάνει follow back. Μετά περιμένω το like σου για να πειστώ ότι όντως σου αρέσω και δε μου έκανες αίτημα ακολούθησης απλά για να αυξηθεί ο αριθμός των φαν σου, τσιμπάω μετά εγώ το δόλωμα, σου κάνω like και αν θες να τα παίξεις όλα για όλα μου κάνεις spam στις φωτογραφίες. Και με εκνευρίζεις γιατί δεν κρατάς λίγο χαρακτήρα και μού δίνεις στο πιάτο το φαΐ που λέγεται «επιβεβαίωση», μα πλέον να ξέρεις, μασουλάω την τσίχλα μου βαριεστημένα και πάω αλλού. Βαριέμαι, βαριέμαι, βαριέμαι… τι κι αν ανεβάζεις υπονοούμενο σε story σου; Έχω ήδη κάνει τις απαραίτητες ρυθμίσεις, ώστε να μην το δω και να δεις ότι δεν το είδα.
Εν τω μεταξύ, δε γνωρίζω τι καιρό κάνει έξω, αλλά μάλλον θα έχει καύσωνα, αφού ανέβασε ο άλλος ότι έσκασε από τη ζέστη και υποστήριξε τη δήλωσή του με boomerang όπου βουτούσε στη θάλασσα.
Πάω παραλία. Βάζω το κινητό μου σε flight mode, μπας και καταφέρω να απαλλαχτώ έστω και λίγο από τις επιπτώσεις της νοοτροπίας που περιγράφω τόση ώρα. Γίνεται αυτό χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο; Γίνεται όταν όλοι πλησιάζουν στη θάλασσα όχι για να βουτήξουν, αλλά για να βγάλουν φωτογραφίες και βίντεο τα καθαρά νερά και να ενημερώσουν τον κάθε τυχάρπαστο ότι βρίσκονται σε εκείνο το μέρος; Την έχουμε μια τάση οι άνθρωποι για μαζοποίηση (και μία και δύο και τρεις τάσεις…), να νιώσουμε αποδεκτοί και αρεστοί από τους άλλους, που πλέον νομίζω ότι αν βγάλω το βιβλίο μου θα γίνω το επίκεντρο της προσοχής. Κι άμα βγάλεις και κανένα «ψαγμένο» και «φιλοσοφημένο»; Εκεί να δεις, θα είσαι η απόδειξη ότι ήρθαν εξωγήινοι στη γη και αράζουν μάλιστα στην τάδε παραλία με το τάδε παρουσιαστικό.
Πάω παραλία και φοράω τα γυαλιά ηλίου μου όχι για να εξυπηρετήσω τον αρχικό σκοπό της αγοράς μου, αλλά για να τα παρατηρήσω όλα αυτά και να τα γράψω, άλλοι για να μπανίσουν και να μη γίνουν αντιληπτοί, έχε χάρη που μου δίνουν αφορμή για σκέψη και προβληματισμό. Αν και νομίζω ότι ο ύψιστος προβληματισμός θα γεννιόταν αν τα έβγαζε ένας από τα μάτια του, ερχόταν εκεί που κάθομαι και πρώτα από όλα με προσέγγιζε ως άνθρωπο, ρωτούσε το όνομά μου το αληθινό και όχι το username μου στο Instagram, δε με έβλεπε σαν ψεύτικη κούκλα που υποχρεούται να μην έχει κανένα ψεγάδι πάνω στο δέρμα και το σώμα, αλλά ως μια γυναίκα που -όπως όλοι οι άνθρωποι- αξίζει να αγαπηθεί γι’ αυτό που είναι.
Ο τύπος αυτός δεν υπάρχει στο οπτικό μου πεδίο κι έτσι επιλέγω να αγνοήσω τη σκέψη εκείνη που σε μια παράλληλη πραγματικότητα τον φέρνει κοντά μου. Κλείνω τα μάτια και εισπνέω το καλοκαιρινό αεράκι που μόλις φύσηξε, με εισπνέει κι αυτό και είναι σαν να αγκαλιαζόμαστε. Και κάπως έτσι πια ορίζω τον έρωτα.