Όταν δυο φιλέλληνες Σουηδοί κοινωνιολόγοι ερευνούν και καταγράφουν τις ζωές των κατοίκων ενός μικρού χωριού στη βόρεια Ελλάδα που έφυγαν μετανάστες στη Σουηδία, τότε το αποτέλεσμα αυτής της συλλογικής δουλειάς προσφέρει στους αναγνώστες την ευκαιρία να διατρέξουν όλες τις μεγάλες αναταράξεις του 20ού αιώνα.
Ο λόγος για τη Γάβρα, ένα μικρό χωριό στο νομό Κιλκίς, που τρεις φορές ερήμωσε και άδειασε και τρεις φορές «αναστήθηκε». Οι δυο Σουηδοί συγγραφείς Τόμας Τομέλ (Thomas Tomell) και Γκούναρ Ουλόφσον (Gunnar Olofsson), μέσα από συνεντεύξεις που πήραν από τους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι μετανάστευσαν στη Σουηδία και ύστερα από πολύχρονη ερευνητική δουλειά που ξεκίνησε το 1970, παρουσίασαν ένα βιβλίο που πρόσφατα μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Θεμέλιο», με τίτλο: «Γάβρα: Η ιστορία ενός ελληνικού χωριού και των κατοίκων του».
Το βιβλίο αναφέρεται στο μικρό χωριό Γάβρα και τους κατοίκους της, οι περισσότεροι εκ των οποίων το εγκατέλειψαν τη δεκαετία του ’60 προς αναζήτησης μιας καλύτερης τύχης. Πολλοί απ’ αυτούς πήγαν στη Σουηδία, άλλοι έμειναν στη Θεσσαλονίκη και κάποιοι λίγοι έφτασαν στη Γερμανία. Φιλοδοξία των συγγραφέων ήταν να αναλύσουν τις εμπειρίες αυτών των Ελλήνων μεταναστών, χρησιμοποιώντας τις ιστορίες της ζωής τους. Προσπάθησαν να κατανοήσουν τη ζωή των Γαβριωτών, τόσο ως αποδήμων όσο και ως μεταναστών, με τη βοήθεια των αναμνήσεων και των διηγήσεών τους, καταγράφοντας και αναδημιουργώντας τα γεγονότα μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο στη διάρκεια ενενήντα χρόνων (1920-2000).
Ο αναμορφωτής του Σουηδικού Σπιτιού
Η επιλογή της Καβάλας για να παρουσιαστεί επίσημα η πρώτη ελληνική έκδοση του βιβλίου σε μια εκδήλωση που διοργάνωσαν η δημοτική βιβλιοθήκη «Βασίλης Βασιλικός» και το Σουηδικό Σπίτι Καβάλας (παράρτημα του Σουηδικού Ινστιτούτου Αθηνών) δεν ήταν τυχαία. Ο ένα εκ των δυο συγγραφέων ο Τόμας Τομέλ (ο Θωμάς, όπως τον γνωρίζουν χρόνια τώρα οι περισσότεροι κάτοικοι της Καβάλας) αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο για το Σουηδικό Σπίτι. Διετέλεσε διευθυντής του επί 26 χρόνια, συμβάλλοντας καθοριστικά στην εκ βάθρων αναμόρφωσή του προσφέροντας σημαντικό έργο και υπηρεσίες.
Ο Τόμας Τομέλ, ο οποίος εργαζόταν ως βιβλιοθηκάριος στο Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών, κλήθηκε το 1980 να έρθει στην Καβάλα για να υποδεχθεί τους επισκέπτες που αναμένονταν την Άνοιξη της ίδιας χρονιάς, καλύπτοντας το κενό που άφησε ο προκάτοχός του. Η αρχική ιδέα ήταν να εργαστεί εκεί δοκιμαστικά για δύο χρόνια. Τελικά, έμεινε στην πόλη 27 ολόκληρα χρόνια και διαδραμάτισε έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της δραστηριότητας του Σπιτιού.
Χάρη σε αυτό το εντυπωσιακό κτίσμα, απομεινάρι του σουηδικού μονοπωλίου καπνού, κατασκευασμένο στις αρχές του 20ου αιώνα, με τις αυστηρές αρχιτεκτονικές γραμμές του, χτισμένο πάνω σε έναν λόφο της πόλης που προσφέρει άπλετη θέα στη θάλασσα, η πόλη της Καβάλας εξακολουθεί ν’ αποτελεί σημείο αναφοράς και έμπνευσης για πάρα πολλούς Σουηδούς καλλιτέχνες. Κάθε χρόνο, δεκάδες καλλιτέχνες επισκέπτονται την Καβάλα για να εργαστούν και φιλοξενούνται σ’ έναν χώρο γεμάτο αναμνήσεις, που διακρίνεται από λιτή πολυτέλεια, λούζεται στο φως του ήλιου, διαθέτοντας έναν μοναδικής ομορφιάς κήπο με δεκάδες λουλούδια, οπωροφόρα δέντρα, καλλωπιστικά φυτά, ακόμα και μια ξεχωριστή ποικιλία αμπέλου.
Η εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε με την τήρηση όλων των μέτρων προστασίας, αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη βιβλιοπαρουσίαση της δημοτικής βιβλιοθήκης Καβάλας αλλά και την πρώτη δράση του Σουηδικού Σπιτιού, ύστερα από μια μακρά περίοδο σιωπής και αναστολής όλων των εκδηλώσεων, λόγω των δύσκολων υγειονομικών συνθηκών. Ωστόσο, η παρουσία του κόσμου, η άριστη συνεργασία ανάμεσα στους δυο φορείς και η συνδρομή της επιμελήτριας του Σουηδικού Σπιτιού Ελίζαμπεθ Γκούλμπεργκ (Elizabeth Gullberg), κατέδειξαν την ανάγκη της κοινωνικής συναναστροφής και επικοινωνίας.
Φιλέλληνες και υπέρμαχοι της δημοκρατίας
Τρεις άνθρωποι που συνδέονται με τον Τόμας Τομέλ, ο οικονομολόγος και καθηγητής Αξέλ Σωτήρης Βαλντέν, ο λογοτέχνης και δικηγόρος Κοσμάς Χαρπαντίδης και ο ηθοποιός Κώστας Καστανάς, μίλησαν για το βιβλίο που συνέγραψε μαζί με τον Γκούναρ Ουλόφσον, σκιαγραφώντας ταυτόχρονα τη ζωή ενός ανθρώπου που όχι μόνο αγάπησε την Ελλάδα ως δεύτερη πατρίδα του, αλλά συμμετείχε ενεργά και στον αντιδικτατορικό αγώνα ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών.
Ο καθηγητής Αξέλ Σωτήρης Βαλντέν, αναφερόμενος στους δυο συγγραφείς υπογράμμισε: «τον Gunnar Olofsson στη Σουηδία δεν θα χρειαζόταν να τον συστήσω. Γνωστός στη χώρα κοινωνιολόγος, με πλούσιο έργο που ξεκινάει τη δεκαετία του ’60 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ομότιμος πλέον καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Växjö. Ήταν στη συντακτική επιτροπή (και ένας εκ των ιδρυτών) του περιοδικού Zenit, που άφησε εποχή στη σουηδική αριστερά. Ήταν κι ένας από τους ιδρυτές του Bokcaféet, ενός βιβλιοπωλείου – καφενείου στο κέντρο της πόλης, στέκι των αριστερών φοιτητών και πανεπιστημιακών. Έβρισκες εκεί όλα τα αριστερά βιβλία που εκδίδονταν στη Σουηδία και αλλού».
«Ο Τόμας Τομέλ», συνεχίζει ο καθηγητής Βαλντέν, «κατέχει πρωτεύουσα θέση ανάμεσα στα σύγχρονα πρόσωπα που συνδέουν τη Σουηδία και την Ελλάδα. Δεν θα τον έλεγες “φιλέλληνα”, γιατί η σχέση του με την Ελλάδα είναι πολύ στενότερη απ’ αυτήν ενός ξένου που την αγαπά. Βιβλιοθηκάριος στο επάγγελμα, με σπουδές κοινωνιολογίας, η σχέση του με την Ελλάδα ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν εργάστηκε εδώ με μια ανθρωπιστική οργάνωση και έμαθε ελληνικά. Υπήρξε κεντρικό πρόσωπο στο κίνημα αλληλεγγύης προς τη δημοκρατική Ελλάδα στη διάρκεια της δικτατορίας. Από τη Lund, όπου έμενε, εξέδιδε το περιοδικό Grekland-bulletin (Δελτίο για την Ελλάδα), που κυκλοφορούσε σε ολόκληρη τη Σκανδιναβία, καταγγέλλοντας τη χούντα και στηρίζοντας την αντίσταση. Μετά τη μεταπολίτευση, η Ελληνική Πολιτεία αναγνώρισε τη συμβολή του στον αγώνα για τη δημοκρατία στη χώρα μας».
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο βιβλίο των δυο Σουηδών συγγραφέων στα θέματα ξενοφοβίας και ρατσισμού που αντιμετώπισαν οι μετανάστες στη Σουηδία. Ο Σωτήρης Βαλντέν υπογράμμισε στην ομιλία του ότι «οι αφηγήσεις των Γαβριωτών δε μαρτυρούν για έντονα βιώματα ρατσισμού και ξενοφοβίας. Μπορεί κανείς να υποθέσει πως αυτό οφείλεται στο πραγματικό γεγονός ότι η θέση των μεταναστών ήταν καλύτερη και η ξενοφοβία λιγότερο έντονη στη Σουηδία από ό,τι σε άλλες χώρες, όπως π.χ. στη Δυτική Γερμανία, και πως, μάλιστα, στη Σουηδία η συμπεριφορά προς Ευρωπαίους μετανάστες ήταν καλύτερη από ό,τι πιο πρόσφατα προς Άραβες, Αφρικανούς κλπ. Ίσως όμως οι αφηγήσεις αυτές των Ελλήνων να σχετίζονται και με το γεγονός πως, αν δεν ενσωματώθηκαν, πάντως συνυπήρχαν πιο εύκολα από άλλες εθνότητες στη σουηδική κοινωνία και με τις αξίες της και αξιολογούν με κάποια επιείκεια τα βιώματα ρατσισμού και ξενοφοβίας».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ