Tου Χρήστου Τσαγκάρη
Αν ο Χριστός βρισκόταν στην Γη τον καιρό του κορωνοϊού, θα ήταν παράνομο να παρακινήσει τον Λάζαρο να βγει από το μνήμα.
Αν πάλι επέλεγε να επιστρέψει στη Γη σήμερα, όπως τότε που συνάντησε τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκι, τα πράγματα θα ήταν αλλιώτικα. Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής θα προσευχόταν κατ’ οικόν. Η περίπολος που θα τον συλλάμβανε χωρίς το έντυπο κυκλοφορίας θα τον οδηγούσε στον Μεγάλο Επιδημιολόγο. Ο Μέγας Επιδημιολόγος δεν είναι ένας άνθρωπος, είναι η προσωποποίηση της Επιστήμης. Παθιασμένος για την έρευνα αλλά και αποφασισμένος να επικοινωνήσει τη γνώση με τον καθένα.
Ο Μέγας Επιδημιολόγος δέχεται τον Χριστό στο γραφείο του. Τα λόγια του είναι μετρημένα. Θαρρείς πώς σε κάθε διακοπή της φωνής του υψώνεται εκθετικά μια παραπομπή σε δημοσίευση της τελευταίας τριετίας.
«Πέρασα και εγώ πολλά χρόνια στην έρημο», αρχίζει. «Η έρημος ήταν το εργαστήριο μου. Άυπνες μέρες, νηστικές. Ξαπόσταινα στα διάκενα των πειραμάτων. Ξεγελούσα τη δίψα μου σε υπολογιστικά μοντέλα οάσεων. Μιλούσα στην έρημο αλλά δεν με καταλάβαινε κανείς. Τα καραβάνια σταματούσαν και εμπορεύονταν τα οράματα και τις γραφές μου. Ήμουν ευχαριστημένος με ψίχουλα γιατί αναζητούσα τη θέση μου στην καρδιά των ανθρώπων.
Έκανα λάθος.
Δεν ξέρω από πού ήρθε αυτός ο ιός. Ξέρω μονάχα ότι είναι η ευκαιρία που προσδοκούσα. Είναι η κατάλληλη στιγμή να τους κάνω να εκτιμήσουν τη δουλειά μου. Είναι η ώρα να τους δείξω ότι οι φόροι για τα πανεπιστήμια δεν πήγαν χαμένοι. Είναι καιρός να καταλάβουν πώς η επιστήμη μπορεί να σώσει την κοινωνία, την οικονομία, την πολιτική, τα πάντα…
Ο Χριστός πάει να πει κάτι, μα ο Καθηγητής τον διακόπτει.
«Ξέρω, προσπάθησες και εσύ να τους σώσεις» αντιτείνει. «Ήσουν όμως πολύ αφελής. Νόμιζες ότι θα τους έπειθε ένα βιβλίο που έγραψαν για Σένα οι φίλοι Σου.
Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Νόμιζες ότι θα καταδέχονταν την εκλαϊκευμένη γραφή Σου. Μάθε, λοιπόν, ότι οι «πτωχοί τω πνεύματι» μόνο ευτυχισμένοι δεν είναι. Ζητούν αποδείξεις. Παραπομπές, γραφήματα και καμπύλες.
«Εικάζω, ή μάλλον μπορώ να σου πω με βεβαιότητα», ψιθυρίζει, «ότι δεν καταλαβαίνουν τίποτα από όλα αυτά».
Δεν τους χρειάζονται όμως. Τους αρκεί ένα ντουβάρι για να στηριχθούν. Δεν τους νοιάζει πώς κουβάλησα και έστησα τις πέτρες.
«Νόμιζες», του λέει, «ότι θα έχτιζες την εκκλησία Σου πάνω στην πέτρα. Μάθε, λοιπόν, πώς οι πέτρες είναι για να τις εκσφενδονίζεις. Αν δεθείς μαζί τους, η βαρύτητα θα σε γονατίσει. Αποφάσισες να μπεις στην Ιερουσαλήμ. Το πλήθος σε αποθέωσε και την επόμενη μέρα σε έστειλε με μία φωνή στον Σταυρό.
«Ήμουν και εγώ σαν και Σένα» λέει ο Καθηγητής τονίζοντας κάθε του λέξη. Ανέβηκα με χαρά πολλές φορές στο Σταυρό. Όταν απέρριπταν τις μελέτες μου, όταν έδιναν τη θέση μου σε άλλους, όταν με ενέπαιζαν οι χαρτογιακάδες, ήμουν και εγώ μαζί Σου εκεί πάνω.
Ήμουν όμως πιο έξυπνος από εσένα. Αντί να ελπίζω ότι θα αλλάξουν, τους παρατήρησα με προσοχή. Όσο Εσύ μιλούσες με τους ληστές, εγώ έγραφα το πρωτόκολλο μου. Αμφιταλαντεύθηκα για λίγο αλλά κατέληξα στη μεθοδολογία μου όταν αντί για νερό Σε πότισαν ξύδι.
Όταν τους είδα να ανοίγουν για εμένα τις πύλες της πόλης τους έδιωξα με φωνές. Τους έπεισα να μείνουν σπίτι. Ζητωκραύγασαν χτυπώντας παλαμάκια από το μπαλκόνι. Αν έρθουν στο πραιτώριο, οι φρουροί θα τους διώξουν. Έδειξα στον έπαρχο πώς να πλένει τα χέρια του στο όνομα μου. Αλλά ακόμα και έτσι το πλήθος δεν θα στραφεί εναντίον μου. Γιατί ξέρουν ότι αν μαζευτούν να φωνάξουν το «σταυρωθήτω», θα καταδικάσουν δεκατέσσερις γενεές σε καραντίνα με τη διασπορά του ιού.
Ο Καθηγητής, σταματά για λίγο. Ρίχνει μια ματιά στο κινητό του. Γυρίζει την οθόνη με δυσφορία στον Χριστό.
«Δεν βλέπεις;» του φωνάζει. Πάνε να ανοίξουν τις εκκλησίες. Νομίζουν ότι θα τους σώσουν οι προφυλάξεις. Δεν κατάλαβαν ότι αυτά τα μέτρα δουλεύουν μονάχα στα «σούπερ μάρκετ» και τα φαρμακεία;
«Δεν βλέπεις;» τον ξαναρωτά. Παραβαίνουν τον νόμο στο όνομα Σου. Ξέρεις τι θα πάθουν; Θα τους εξευτελίσω. Θα τους συλλάβω. Θα τους εξοβελίσω.
Ο Καθηγητής κάνει μια σύντομη παύση. «Αλήθεια», Του λέει, «θα το αντέξεις αυτό;».
Εσύ τους κάνεις να υποφέρουν. Εσύ τους εξευτελίζεις. Εσύ παίρνεις πίσω τα ταλέντα που τους έδωσες. Λες πώς θα τους ανοίξεις τις πύλες του Παραδείσου. Αλλά ποιο το νόημα; Ξέφραγο αμπέλι τον έχεις κάνει τον Παράδεισο. Αρκεί μία λέξη μου για να τα ξεχάσεις όλα και να βάλεις μέσα και εμένα. Και τότε τί παραπάνω θα έχεις προσφέρει στους πιστούς Σου;
Ο Καθηγητής κοιτάζει τον Χριστό στα μάτια. «Τι θα έλεγες για μία συμφωνία;» Του μιλάει στα ίσα.
Αν εξαφανίσεις τον ιό, θα πιστέψω σε Εσένα. Οι άνθρωποι θα ξαναβγούν έξω για να γλεντήσουν και να αμαρτήσουν. Θα συνεχίσουν να αγνοούν αλλά Εσύ θα έχεις κερδίσει τουλάχιστον έναν άνθρωπο. Γιατί, αν θυμάμαι καλά, εσύ ήσουν που είπες ότι αρκεί μία ψυχή να μείνει για να αποδείξεις πώς ό,τι έκανες δεν πήγε χαμένο.
Απόδειξέ το, λοιπόν, εδώ και τώρα!
Ο Χριστός δεν απαντάει. Ο Καθηγητής παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Το ήξερα ότι είσαι αξιολύπητος» του λέει.
Ποτέ δεν θα μάθεις να ερμηνεύεις τα αποτελέσματα. Και αυτός ο κόσμος δεν είναι παρά μια ερμηνεία. Εδώ και τώρα, σου λέω ότι μπορούμε πια να ερμηνεύσουμε τον κόσμο χωρίς Εσένα, είτε υπάρχεις είτε όχι.
Ο Μεγάλος Επιδημιολόγος σηκώνεται. Κοιτάει το ρολόι του. Ο χρόνος της επίσκεψης έχει σχεδόν τελειώσει.
«Αύριο, δεν θα σε κάψω» καταλήγει. Θα ήταν ανάρμοστο να προκαλέσω τέτοια συγκέντρωση κόσμου. Αύριο, να μείνεις στο σπίτι. Να μείνεις στον Τάφο. Να μείνεις στον Άδη. Να μείνεις στον Ουρανό. Δεν Σε θέλω εδώ.