Της Φένιας Βουδαντά
Γελούσε πλέον, διότι όσα δάκρυα και να ‘χε ρίξει αυτά ποτέ δεν ήταν αρκετά. Ήξεραν να κυλούν ανά πάσα στιγμή κάθε φορά που πήγαινε να σκεφτεί, ν’ αναρωτηθεί γιατί σ’ αυτήν, αλλά όχι απαραίτητα γιατί όχι σε κάποιον άλλον. Ζητούσε απλώς τη δική της ελευθερία μέσα στο δικό της σώμα, εκείνο το αγνό καθαρό σώμα που κάποτε έπαιζε στις αυλές, που έπεφτε μα είχε το θάρρος να ξανασηκωθεί. Με ‘κείνο το πρόσωπο που κάποτε έκλαιγε για ανόητους ασήμαντους λόγους, με εκείνη τη φωνή που έβγαινε στεντόρεια από μέσα της για να φωνάξει και να γελάσει και τώρα κάθε που πήγαινε να βγει, αυτή ακουγόταν σπασμένη απ’ την τάση της να βουρκώνει.
Να βουρκώνει στη σκέψη ότι μέσα της έκρυβε την άστατη ζωή ενός άλλου ανθρώπου, όταν εκείνος είχε αποφασίσει να απελευθερώσει τα ζωώδη του ένστικτα όχι πλέον μόνο σε εκείνη. Μα σε κάποια άλλη ή σε κάποιες άλλες ακόμη, ποτέ άλλωστε δεν ήταν βέβαιη για το πού πήγαινε όταν έφευγε απ’ το σπίτι, όταν εξαφανιζόταν για ώρες και το κινητό του «είχε κλείσει από μπαταρία», φράση που ήξερε να βγαίνει απ’ τα χείλη του με περίσσεια άνεση και πειθώ. Μα κι αν τολμούσε να φέρει αντίρρηση, αυτός είχε τον τρόπο του κάθε φορά να της κλείνει το στόμα.
Τώρα ήξερε ότι κουβαλούσε στις πλάτες της το παρελθόν του πριν τη γνωρίσει, το παρόν του με εκείνη που τον περίμενε κάθε βράδυ, σαν δύο διαστήματα χρόνου ικανά να προσδιορίσουν και το τρίτο, εκείνο που κανείς δεν ξέρει, μα όλοι ονειρεύονται να ‘ναι όμορφο, το μέλλον, μα γι’ αυτήν ήταν καταδικασμένο.
Θα του τα συγχωρούσε όλα, έτσι όπως ήταν υποταγμένη στο βωμό του, έτοιμη να εκτελέσει κάθε επιθυμία του, απ’ τον καφέ το πρωί που έπρεπε ν’ ανταποκρίνεται ακριβώς στις προτιμήσεις της συγκεκριμένης ημέρας μέχρι και τον τρόπο που την ήθελε ν’ αναπνέει, όταν αυτός ήθελε να κοιμηθεί, αδιαφορώντας για το πρόβλημα του αναπνευστικού της που την πήγαινε πίσω.
Μα γι’ αυτήν φυσικά δεν υπήρχε ο χρόνος ούτε η οικονομική δυνατότητα για φροντίδα και περίθαλψη, υπήρχε όμως για όλες εκείνες με τις οποίες είχε δεχτεί όχι μόνο να περάσει νύχτες, μα όσο πιο μέσα τους γίνεται, χωρίς κάτι να τους χωρίζει, χωρίς ούτε μια πλαστική μεμβράνη να προστατεύσει έμμεσα τα συναισθήματά της που τώρα την αρρώσταιναν.
Όλα έγιναν εκείνη τη νύχτα που πριν να πέσει για ύπνο προσευχόταν να γυρίσει στο σπίτι σώος κι αβλαβής, να μην μπλέξει σε κάποιον τσακωμό και γυρίσει τσαντισμένος και ξυπνήσει το παιδί που αύριο γράφει διαγώνισμα και πρέπει να κοιμηθεί καλά.
Το μόνο που θυμόταν, μια παλάμη να αρπάζει με μανία τον ήδη μελανιασμένο λαιμό της και να τη ρίχνει στα φρεσκοπλυμένα σεντόνια που είχε στρώσει το ίδιο πρωί και που τώρα γέμιζαν με τις αθόρυβες κραυγές της, μη δείξει ότι πονάει και τη χτυπήσει κι άλλο μέσα στην παράνοια που τον θέριζε, μην ξυπνήσει το παιδί, μην επιτρέψει στον εαυτό της να παραδεχτεί ότι φοβάται. Ένιωθε τη μυρωδιά του αλκοόλ που κυριαρχούσε σε κάθε του ανάσα υπογράφοντας τις πράξεις του, προκαλώντας της αηδία και θυμό που όμως εκείνη τη στιγμή της απαγορευόταν να εκφράσει.
Κι έπειτα το πρόσωπο της επιστήμης και της αυθεντίας να την πληροφορεί ότι στην ηλικία της τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα. Δεν ήταν κοριτσάκι πλέον, ήταν ολόκληρη γυναίκα κι ας φοβόταν σαν μικρό κορίτσι από τότε που θυμόταν τον εαυτό της μαζί του.
Ένας ιός, έλεγε η επιστήμη, σεξουαλικώς μεταδιδόμενος, ο HPV, πολύ διαδεδομένος πλέον, με πολλούς τύπους, άλλους με υψηλότερη κι άλλους με χαμηλότερη επικινδυνότητα. Η επιστήμη συνέχιζε να μιλάει, μα εκείνη δεν ήξερε αν έπρεπε να συνεχίσει να την ακούει.
Έπρεπε πάση θυσία όμως ν’ αρχίσει ν’ ακούει την καρδιά της. Δεν της έλεγε να τραβήξει το δρόμο της φυγής, μα τη σκανδάλη σε ό,τι την είχε πονέσει, την είχε φέρει στα όριά της και τα ‘χε προσπεράσει σαν να μην υπήρχαν, σε ό,τι της είχε στερήσει έστω και μια αγκαλιά με το παιδί της και τώρα της είχε χαρίσει πολλές με το κρεβάτι του κρύου νοσοκομειακού δωματίου.
Και την τράβηξε. Μέσα στην παράνοια που τώρα θέριζε την ίδια. Κι ας αποφάσιζε μετά η θεία δίκη, ο νόμος, ή όποιος άλλος είχε το θάρρος να τα βάλει με όσα τη μάστιζαν τόσα χρόνια. Κι ας γινόταν το έγκλημα αφορμή για φυλάκιση, της έφτανε που είχε τώρα αποφυλακιστεί απ’ τα δεσμά που σαν στενός κορσές την τύλιγαν και της στερούσαν τον αέρα της.
Εκείνον τον καθαρό αέρα που εισέπνεε ανεμπόδιστα κάποτε στις αυλές, εξέπνεε σε μπαλόνια και πετούσε μαζί τους.
Μπορείς κι εσύ κι όλες μας να προλάβουμε τον ιό που ελλοχεύει ανεμπόδιστος απειλώντας τις ζωές μας. Πραγματοποιώντας την εξέταση κατά Παπανικολάου (test pap) 1-2 φορές το χρόνο και μη επαναπαυόμενη από φράσεις «σε εμένα θα τύχει;» μπορείς να προφυλάξεις τον εαυτό σου και τη ζωή σου.
Επίσης, μη διστάσεις να πατήσεις πόδι όταν απειλείται η σωματική σου ακεραιότητα, μπορούμε όλες με μια φωνή να δώσουμε τέλος σε αυτό που λέγεται «σωματική κακοποίηση», που όμως πέρα από σωματικές έχει και ψυχικές διαστάσεις. Κάλεσε οποιαδήποτε στιγμή στο 15900, την 24ωρη τηλεφωνική γραμμή SOS κατά της βίας υπέρ των γυναικών. Μη διστάσεις για 5 πλήκτρα να πάρεις στα χέρια σου τη μία και μοναδική ζωή σου!