Καλοκαίρι του 1976. Η 17χρονη Βρετανή Βικτόρια Χάμσον, όπως είναι το πατρικό όνομά της, φτάνει για διακοπές στην Ελλάδα μαζί με τη μητέρα και την αδελφή της. Ναι, έχει αυτή την κεκτημένη ταχύτητα της έφηβης που βιάζεται να ανακαλύψει τον κόσμο -μάλιστα πρόκειται για το τρίτο ταξίδι της μακριά από την πατρίδα της-, αλλά και την εύγλωττη έξαψη του Βορειοευρωπαίου ταξιδιώτη που ετοιμάζεται να γίνει μέρος ενός τόπου τον οποίο είχε προηγουμένως γνωρίσει μόνο μέσα από καρτ-ποστάλ. Υπάρχει ωστόσο κάτι περισσότερο, μια μεταφυσική σχεδόν σύνδεση που συμβαίνει με το που η νεαρή Βικτόρια πατάει το πόδι της στο τότε διεθνές αεροδρόμιο του Ελληνικού. Η Ελλάδα έγινε ο τόπος που γοήτευσε και συγκίνησε την έφηβη Χάμσον και τελικά καθόρισε σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο την ενήλικη Χίσλοπ.
Το «Νησί», εμπνευσμένο από το λεπροκομείο της Σπιναλόγκας, έγινε το πιο επιτυχημένο μυθιστόρημά της, αλλά και μια συναρπαστική τηλεοπτική σειρά – μάλιστα πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε η συνέχειά του με τίτλο «Μια νύχτα του Αυγούστου» από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Το βιβλίο της «Οι καρτ ποστάλ» μεταφέρεται αυτό τον καιρό επίσης στην τηλεόραση από την ΕΡΤ, με γυρίσματα στο Λονδίνο και την Κρήτη, ενώ η ίδια τιμήθηκε πέρυσι με την ελληνική υπηκοότητα από την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η πάλαι ποτέ φιλόδοξη τενίστρια και αρχαιολόγος -αυτά που ονειρευόταν να γίνει όταν ήταν παιδί- είναι πλέον μια επιτυχημένη συγγραφέας με διεθνή ακτινοβολία, η οποία δεν ξέρει γιατί, αλλά στην Ελλάδα βρήκε την Ιθάκη της. Και τρέφει ακόμα τον ίδιο εφηβικό ενθουσιασμό για τη χώρα μας, όπως την πρώτη φορά που δοκίμασε φέτα με καρπούζι εκείνο το καλοκαίρι στην Πάρο. Τίποτα έκτοτε δεν την έκανε να αναθεωρήσει ότι είχε βρει το δικό της κομμάτι επί Γης παραδείσου.
GALA: Αναρωτιέμαι για τις απαρχές σας στη συγγραφή. Τι σας κινητοποίησε να γράψετε;
Biκτορια Xισλοπ: Αγαπούσα τη συγγραφή ήδη από τα παιδικά μου χρόνια. Ηταν ο πιο φυσικός και αυθόρμητος τρόπος να εκφραστώ. Ακόμα και σήμερα, όταν ανατρέχω σε κάποια βιβλία από τα πρώτα χρόνια μου στο σχολείο, διαπιστώνω ότι αυτός ήταν ο τρόπος μου να επικοινωνώ – ήταν πάντα πρωτεύον για μένα. Το γράψιμο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου έκτοτε. Σπούδασα Αγγλική Φιλολογία, αργότερα εργάστηκα σε εκδοτικό οίκο, μετά στις δημόσιες σχέσεις, κατόπιν στη δημοσιογραφία. Στην καρδιά όλων ήταν ο γραπτός λόγος. Τώρα πια είμαι συγγραφέας. Και όπως πάντα, έτσι και τώρα αυτός είναι ο τρόπος μου να εκφράζομαι. Και αυτό ισχύει για ό,τι έχω γράψει μέχρι σήμερα, από την αρχή μέχρι το νέο βιβλίο μου, τη συνέχεια του «Νησιού» με τίτλο «Μια νύχτα του Αυγούστου».
G.: Μικρή πώς ονειρευόσασταν τον εαυτό σας;
B.X.: Ηθελα να γίνω τενίστρια και αργότερα αρχαιολόγος. Ακόμα παίζω τένις στον ελεύθερο χρόνο μου και έχω αναμειχθεί με την Αρχαιολογία. Είμαι πρέσβειρα της δράσης «Κνωσός 2025» και βοηθώ για τη συγκέντρωση 2 εκατ. δολαρίων για τη χρηματοδότηση ενός νέου ερευνητικού κέντρου για αρχαιολόγους στην Κνωσό. Επίσης, ο κεντρικός χαρακτήρας στις «Καρτ ποστάλ» είναι αρχαιολόγος.
G.: Ποιοι ήταν οι παιδικοί ήρωές σας;
B.X.: Νομίζω οι δάσκαλοί μου. Αγαπούσα το σχολείο και πάντα θαύμαζα τους δασκάλους μου. Γνώριζαν τόσα πολλά και ενδιαφέρονταν τόσο να μας τα διδάξουν. Οι δύο δασκάλες μου, η Μις Γουόλντρον και η κυρία Ντέρικ, είχαν καθοριστική επιρροή πάνω μου.
G.: Τι θυμάστε από την πρώτη επίσκεψή σας στην Ελλάδα;
B.X.: Ηταν το 1976. Ημουν 17 ετών και ήρθε με τη μητέρα και την αδελφή μου. Ηταν μόλις η τρίτη φορά που ταξίδευα εκτός της Μεγάλης Βρετανίας και μου φαινόταν πραγματικά πολύ εντυπωσιακό. Περάσαμε μία εβδομάδα στην Αθήνα και κατόπιν άλλη μία στην Πάρο. Αγάπησα την Ελλάδα από την πρώτη στιγμή που προσγειωθήκαμε στο Ελληνικό – το νέο αεροδρόμιο δεν υπήρχε τότε. Πηγαίναμε με το λεωφορείο στο κέντρο των Αθηνών για να επισκεφτούμε τα αξιοθέατα. Και πάντα χανόμασταν, αλλά το λάτρευα. Είχε ζέστη, πολλή σκόνη, ενώ το σκηνικό ήταν θορυβώδες και κάπως χαοτικό. Και μετά η Πάρος πρόβαλε σαν μια εικόνα του παραδείσου, περικυκλωμένη από το γαλάζιο της θάλασσας. Σε αυτό το ταξίδι δοκίμασα για πρώτη φορά τη γεύση της φέτας και του καρπουζιού. Και όλα έμοιαζαν κοσμογονικά. Από εκείνη τη χρονιά και μετά έρχομαι στην Ελλάδα κάθε χρόνο ανελλιπώς.
G.: Εχετε ανακαλύψει τι είναι αυτό που σας συνδέει τόσο βαθιά με τη χώρα μας;
B.X.: Δεν είναι μόνο ένα πράγμα. Είναι μυστήριο ακόμα και για μένα την ίδια. Και δεν έχω καταφέρει να το ερμηνεύσω με τη λογική. Είναι πραγματικά περίεργο το αίσθημα ότι φτάνω στο σπίτι μου κάθε φορά που βγαίνω από το αεροπλάνο και πατάω το πόδι μου στην Ελλάδα. Αλήθεια, δεν το καταλαβαίνω ούτε η ίδια.
G.: Ο κεντρικός ήρωας στο βιβλίο «Οι καρτ ποστάλ», που αυτή την περίοδο μεταφέρεται σε σειρά από την ΕΡΤ, ανακαλύπτει κι αυτός από την αρχή τους δεσμούς του με την Ελλάδα. Σαν ένας σύγχρονος Οδυσσέας. Είναι έτσι;
B.X.: Σωστά. Ο Τζόζεφ είναι Ελληνας, μεγαλωμένος όμως στην Αγγλία, με αποτέλεσμα να έχει χάσει τους δεσμούς με τους προγόνους του. Είναι αρχαιολόγος και επιστρέφει στην Κρήτη για δύο λόγους. Από τη μία είναι η συμμετοχή του σε μια αρχαιολογική ανασκαφή, από την άλλη περιμένει την άφιξη της συντρόφου του στο νησί για να το εξερευνήσουν μαζί. Εκείνη δεν εμφανίζεται ποτέ -του ζητάει να χωρίσουν- και έτσι αυτός ξεκινά το ταξίδι μόνος με σκοπό να ανακαλύψει περισσότερα για τον εαυτό του. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως ο Τζόζεφ, που τον ενσαρκώνει ο εξαιρετικά ταλαντούχος Ανδρέας Κωνσταντίνου, επιχειρεί μια σύγχρονη «Οδύσσεια».
G.: Ο ήρωάς σας ανατρέχει στο παρελθόν και στις ρίζες του. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποια εποχή στην οποία θα θέλατε να επιστρέψετε.
B.X.: Δεν υπάρχει παρελθοντικός χρόνος στον οποίο θα ήθελα να επιστρέψω. Αντιθέτως, θα ήθελα να έχω τη δυνατότητα να προχωρήσω στο μέλλον, στην εποχή μετά την πανδημία, ώστε να μπορούμε όλοι να συναντηθούμε, να ταξιδέψουμε, να δώσουμε και να δεχτούμε αγκαλιές, να φάμε μαζί σε μεγάλα τραπέζια με την οικογένεια και τους φίλους μας. Αγαπώ τον 21ο αιώνα -η ζωή για τις γυναίκες ειδικά γίνεται ολοένα και καλύτερη-, οπότε σε κάθε περίπτωση θα ήθελα να μείνω στο εδώ και τώρα.
G.: Υπάρχει κάτι που σας αγχώνει ή σας φοβίζει στις τηλεοπτικές μεταφορές των βιβλίων σας;
B.X.: Για να είμαι ειλικρινής, αν όλα τα «συστατικά» είναι τοποθετημένα σωστά από την αρχή, δεν έχω καμία αγωνία. Γι’ αυτό πάντα εξασφαλίζω ότι θα μπορώ να συμμετέχω σε όλη τη διαδικασία: από το σενάριο και το κάστινγκ μέχρι τη μουσική επένδυση, ακόμα και την επιλογή του τόπου των γυρισμάτων.
G.: Αρα είναι σημαντικό να είστε στο σετ.
B.X.: Είναι υπέροχο να συμμετέχεις στο γύρισμα, αλλά δεν μπορώ να βρίσκομαι εκεί κάθε στιγμή. Καμιά φορά οι ηθοποιοί με ρωτούν τι με ενέπνευσε για κάθε ιστορία και εφόσον είμαι εκεί μπορώ να τους δώσω τροφή και κίνητρο για τον χαρακτήρα τους. Για παράδειγμα, αυτή την εβδομάδα έδωσα μια πολύ συγκεκριμένη οπτική για το κάστινγκ, αλλά και για τον πρωταγωνιστή. Υπάρχει πάντα κάτι που μπορείς να προσφέρεις στο σετ. Αλλά πάνω απ’ όλα, αυτή είναι η στιγμή του σκηνοθέτη, των ηθοποιών και του άρτια καταρτισμένου συνεργείου.
G.: Τελικά είναι κατάρα ή ευλογία ένα best seller;
B.X.: Αναμφίβολα ευλογία.
G.: Ποιος από τους χαρακτήρες που έχετε δημιουργήσει αντικατοπτρίζει καλύτερα εσάς;
B.X.: Υπάρχουν πολλοί ήρωές μου στους οποίους θα ήθελα να μοιάσω. Η Θέμις, για παράδειγμα, στο «Οσοι αγαπιούνται» είναι γενναία και έχει αρετές, όμως έχει και τρωτά σημεία. Τη θαυμάζω. Οπως και τη Μαρία από το «Από μια νύχτα του Αυγούστου», ένα παράδειγμα υπομονής και καρτερίας. Αν και παλεύει με τις συνέπειες της λέπρας, ποτέ δεν παραπονιέται και ποτέ δεν οικτίρει τον εαυτό της. Τρέφω απεριόριστο θαυμασμό για τέτοιους ανθρώπους.
G.: Πέρυσι τον Ιούλιο τιμηθήκατε από την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας με την ελληνική υπηκοότητα. Τι σηματοδοτεί αυτό για σας;
B.X.: Είναι μια τεράστια τιμή. Είμαι πραγματικά περήφανη που δέχτηκα ένα τέτοιο δώρο. Η πολιτογράφησή μου ως Ελληνίδας συνέπεσε με το Brexit -αυτό κι αν ήταν σύμπτωση-, οπότε το ελληνικό διαβατήριο είναι κάτι ανεκτίμητο και σε πρακτικό επίπεδο. Διευκολύνει πολύ το να έρχομαι και να φεύγω από την Ελλάδα και είμαι, στ’ αλήθεια, ευγνώμων γι’ αυτό.
G.: Ποια είναι η πιο ελληνική συνήθειά σας;
B.X.: Να πίνω freddo capuccino τα καλοκαίρια. Είναι από τις αγαπημένες μου συνήθειες.
G.: Εχετε κάποια καθημερινή μικρή ιεροτελεστία;
B.X.: Τον καιρό που είμαι στην Κρήτη ξυπνάω κάθε πρωί στις 8. Το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να στύψω έναν χυμό από φρέσκα πορτοκάλια και να τον πιω στο μπαλκόνι μου αναπνέοντας καθαρό κρητικό αέρα. Μετά εξασκούμαι για μισή ώρα στο pilates, κάνω ντους, φτιάχνω έναν καφέ και ξεκινάω να γράφω. Η ρουτίνα είναι πολύ σημαντική για μένα.
G.: Εκτός από τη συγγραφή, έχετε κάποιο άλλο κρυφό ταλέντο;
B.X.: Φτιάχνω τις καλύτερες πατάτες φούρνου.
G.: Τι δεν μπορείτε να καταλάβετε με τίποτα στον τρόπο των Ελλήνων;
B.X.: Γιατί καπνίζουν τόσο πολύ. Αυτό παραμένει άλυτο μυστήριο.
Πηγή: Πρώτο Θέμα