Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου απηύθυνε, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, την κεντρική ομιλία στη διακοινοβουλευτική συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στο Ευρωκοινοβούλιο με ευρωβουλευτές και βουλευτές από τα εθνικά κοινοβούλια της ΕΕ.
Θέμα της συζήτησης ήταν ο καίριος ρόλος των γυναικών στην καταπολέμηση της νόσου Covid-19:
«Η παγκόσμια ημέρα της γυναίκας γιορτάζεται φέτος σε ιδιαίτερες συνθήκες. Η πανδημία είναι για όλους μια σκληρή, επώδυνη εμπειρία και οξύνει, μεταξύ άλλων, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα το γυναικείο φύλο.
Από τη θέση μου ως Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, που για πρώτη φορά στην ιστορία της επιφύλαξε σε μια γυναίκα αυτό το υψηλό αξίωμα, νιώθω ευθύνη για τον αγώνα που έδωσαν και δίνουν οι γυναίκες για να ανταποκριθούν στις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες αυτής της περιόδου.
Στις επισκέψεις μου σε νοσοκομεία και εμβολιαστικά κέντρα είδα με συγκίνηση την ανιδιοτέλεια, την αφοσίωση, τη διάθεση προσφοράς των γυναικών που εργάζονται στον τομέα της υγείας, γιατρών, νοσηλευτριών, υγειονομικού προσωπικού.
Στις περιηγήσεις μου σε όλη την Ελλάδα διαπίστωσα πόσο ολόψυχα είναι ταγμένες στο έργο που αναλογεί στην κάθε μια.
Υπάλληλοι καθαριότητας, οικιακές βοηθοί, γηροκόμοι, πωλήτριες ή ταμίες στα σούπερ μάρκετ.
Γυναίκες που εργάζονται σε κλάδους οι οποίοι έχουν πληγεί βαριά από την πανδημία, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους κατά κανόνα με χαμηλότερες αμοιβές από τους άνδρες, υπό επισφαλείς συνθήκες και με το φάσμα της ανεργίας να πλανάται αμείλικτο.
Γυναίκες που έχουν επωμισθεί, σχεδόν αποκλειστικά, το βάρος της οικιακής και οικογενειακής φροντίδας, αυτής της «αόρατης εργασίας» που δεν πληρώνεται και συχνά δεν αναγνωρίζεται.
Δίπλα σ’ αυτές, διπλά αθέατες και αγνοημένες, πασχίζουν να τα βγάλουν πέρα γυναίκες που βρίσκονται σε καθεστώς πολλαπλής ευαλωτότητας. Μητέρες που μεγαλώνουν μόνες τους παιδιά και λόγω πανδημίας βρέθηκαν χωρίς εισόδημα, σε επιδοματικό κενό, χωρίς τη δυνατότητα να αναζητήσουν εργασία, με αποτέλεσμα να βυθίζονται καθημερινά στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Πρόσφυγες και μετανάστριες που ζουν μέσα στον φόβο και την ανέχεια, συχνά θύματα σωματεμπορίας, σεξουαλικής εκμετάλλευσης, καταναγκαστικής εργασίας, πολλαπλής κακοποίησης. Γυναίκες ηλικιωμένες, ευπαθείς, μόνες, με πενιχρά εισοδήματα. Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας.
Η πανδημία έφερε και μια κατακόρυφη αύξηση της έμφυλης βίας. Πολλές γυναίκες, λόγω των μέτρων περιορισμού της κίνησης και της κοινωνικής επαφής, εγκλωβίστηκαν στο σπίτι με τους κακοποιητές τους. Η ενδοοικογενειακή βία, φαινόμενο με πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές προεκτάσεις, διογκώθηκε.
Από την άλλη, γιγαντώθηκε και στη χώρα μου το κίνημα #MeToo, αναδεικνύοντας το εύρος του σεξισμού και της κακοποίησης που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι γυναίκες και ενδυναμώνοντάς τες ώστε να μιλήσουν επιτέλους ανοικτά για τις τραυματικές εμπειρίες τους και να προσφύγουν στη δικαιοσύνη.
Η σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας -η «σύμβαση της Κωνσταντινούπολης»- αποτελεί την πυξίδα της δράσης μας στον τομέα αυτόν.
Η πανδημία του κορωνοϊού όξυνε τις διακρίσεις εναντίον των γυναικών στον εργασιακό χώρο, πολλαπλασίασε τα φαινόμενα εργασιακής εκμετάλλευσης, κατέδειξε πόσο ευάλωτη είναι μεγάλη μερίδα εργαζόμενων γυναικών, αφού, σε σύγκριση με τους άνδρες, οι γυναίκες εργάζονται συχνότερα ατύπως, επισφαλώς, σε μικρής διάρκειας, μερικής απασχόλησης και χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, με περιορισμένη ή ανεπαρκή πρόσβαση στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Παρότι η αρχή της «ίσης αμοιβής για ίση εργασία» θεσμοθετήθηκε ήδη το 1957 με τη Συνθήκη τη Ρώμης, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων εξακολουθεί να ανέρχεται σε 14% στην Ευρώπη και σε 23% παγκοσμίως.
Οι μισθολογικές ανισότητες μεταξύ των φύλων που συσσωρεύονται καθ’ όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού βίου διευρύνουν ακόμη περισσότερο το συνταξιοδοτικό χάσμα, με αποτέλεσμα οι ηλικιωμένες γυναίκες να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας από τους άνδρες.
Ιδιαίτερα έντονο είναι το πρόβλημα που παρουσιάζεται στον χώρο της παροχής φροντίδας.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι γυναίκες αποτελούν το 78% του εργατικού δυναμικού που απασχολείται στον τομέα αυτόν, προσφέροντας υπηρεσίες που συχνά υποτιμώνται και αμείβονται ανεπαρκώς, και συχνά υποκείμενες σε συνθήκες που τις προσβάλλουν και τις υποβαθμίζουν.
Στην Ελλάδα τα ποσοστά είναι ακόμη μεγαλύτερα. Και βέβαια, εκτός από τη χαμηλά αμειβόμενη, υπάρχει και η μη αμειβόμενη εργασία.
Είναι, λοιπόν, καιρός να αναγνωρίσουμε την προστιθέμενη αξία και αυτής της εργασίας και τη ζωτική συμβολή της στην οικονομία.
Είναι επίσης καιρός να λάβουμε σοβαρά υπ’ όψη ότι οι οικιακές ευθύνες βαρύνουν τις γυναίκες πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τους άνδρες· ότι δεν αποτιμώνται με χρηματικά κριτήρια, ούτε αναγνωρίζεται πάντοτε η αξία τους.
Οι ανισότητες που υπάρχουν στον καταμερισμό της μη αμειβόμενης εργασίας φροντίδας μεταξύ ανδρών και γυναικών πρέπει να αντιμετωπισθούν ως ζήτημα με σημαντικές προεκτάσεις για την οικονομία, αλλά κυρίως ως πρόταγμα δικαιοσύνης μεταξύ των φύλων.
Για την επίτευξη δικαιοσύνης, ωστόσο, έχουμε να διανύσουμε ακόμα μακρύ δρόμο.
Σήμερα, όλοι αναγνωρίζουμε την ανάγκη δίκαιης και αξιοπρεπούς εργασίας, ως κοινό συντελεστή προόδου, αλληλεγγύης και ανάκαμψης.
Η ισότητα των φύλων βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού του προτάγματος.
Επείγει, σήμερα, η ενσωμάτωση της προοπτικής του φύλου στις αναλύσεις μας για την πανδημία και στη μετάβασή μας στη φάση της ανάκαμψης.
Η ισότητα των φύλων συναρτάται με πολιτικές που λαμβάνουν υπ’ όψη τις διαφορετικές εμπειρίες γυναικών και ανδρών, αλλά και τις διαφορετικές ανάγκες του γυναικείου πληθυσμού.
Η αλληλεπίδραση του φύλου με άλλους λόγους διακρίσεων είναι προϋπόθεση για να συλλάβουμε το εύρος του προβλήματος και την πολυπαραγοντική του διάσταση.
Οι έμφυλες διαμεσολαβήσεις στην κοινωνική ιεραρχία, την οικογένεια, την εργασία και την εκπαίδευση, υπονομεύουν την ίδια τη συμπεριληπτική δύναμη της δημοκρατίας μας.
Λειτουργούν ανασχετικά στην οικονομική ανάκαμψη και αναπαράγουν μια στερεοτυπική πρόσληψη της κοινωνικής κινητικότητας και ενσωμάτωσης.
Με δυο λόγια διατηρούν μια παρωχημένη μορφή κοινωνικής οργάνωσης και κυριαρχίας που, παρότι υποχωρεί, και αυτό είναι εμφανές από την σταθερή άνοδο των γυναικών σε θέσεις ευθύνης, αντιστέκεται ακόμη.
Oι ανισότητες δεν ανατρέπονται από τη μια μέρα στην άλλη.
Η ισότητα είναι μια πρόκληση που δεν αφορά μόνο τις γυναίκες, αλλά όλους μας, ιδίως όσες και όσους έχουμε τη δυνατότητα να συμβάλλουμε στη χάραξη και εφαρμογή σύγχρονων πολιτικών για την επίτευξη του στόχου αυτού.»