Της Ελευθερίας Κουρτίδου
Τη βροχερή Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου στην αίθουσα «Μ. Καρέλλης» (πρώην «Ανδρόγεω») στο κέντρο του Ηρακλείου, κοντά στη περιβόητη πλατεία Λιονταριών, είχα τη χαρά να βρεθώ στη παρουσίαση ενός πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου, από ένα συγγραφέα, που ο τρόπος και η προσέγγιση του ενσαρκώνουν τον επιστήμονα που αποκτά λογοτεχνικές εκφάνσεις, με άρτια καλλιτεχνικό τρόπο. Το όνομα του συγγραφέα : Μίμης Ανδρουλάκης.
Στη συνάντηση αυτή, πέρα απ’ το Μίμη, έδωσαν το παρόν αγαπημένα πρόσωπα του ίδιου όπως η Αγγέλα Καστρινάκη, καθηγήτρια Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης, Αταλάντη Μιχελογιαννάκη-Καραβελάκη, εκπαιδευτικός-δρ Φιλολογίας, Γιάννης Ραμουτσάκης, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος Oasis Square Capital. Τη συζήτηση συντόνιζε η ικανότατη δημοσιογράφος Ανδριανή Αγγελιδάκη.
Βρέθηκα και εγώ λοιπόν ανάμεσα σε ανθρώπους που με λαχτάρα αποζητούσαν μία δέσμη ερμηνειών του βιβλίου «Νύχτα με πέντε φεγγάρια».
Ο Μίμης, γιος του τσαγκάρη και της μοδίστρας, που ως παιδί μάθαινε τα μυστικά των γυναικών που επισκέπτονταν ως πελάτισσες τη μάνα του, αποτυπώνει μία ιστορία γενεών. Από την πανέμορφη τουρκόφωνη, πόντια, χριστιανή Ρουμελίνα έως την δισέγγονη της Λίνα, η οποία βαδίζοντας στα δυναμικά χνάρια της γιαγιάς της, παίζει σε μία ζαριά τη ζωή της, χωρίζοντας τον κάπως ανάξιο άνδρα της και δημιουργώντας εν μέσω κρίσης ένα επιχειρηματικό κύκλο με έμπιστες συμμαθήτριες. Ο κύκλος αυτός πέρα από την επιχειρηματική υπόσταση , διέθετε και μία ερωτική πτυχή, καθώς οι γυναίκες που τον απαρτίζουν συνάπτουν σχέσεις με επίλεκτους μακρινούς εραστές.
Ο Μίμης, όμως δεν αφηγείται απλά μία ιστορία, απεναντίας δίνει στα γεγονότα ένα είδος πολύπλευρης υφής, λόγω του τρόπου που παρατηρεί το κόσμο. Όπως επισήμανε και ο ίδιος: «Τα έφερε η ζωή να είμαι στη διασταύρωση διαφορετικών κλάδων της γνώσης, δηλαδή από μαθηματικομηχανικός λόγω σπουδών, κατέληξα λόγω της πρώιμης ενασχόλησης μου με τη πολιτική σκέψη, στα μονοπάτια της φιλοσοφίας, της οικονομίας και αργότερα όταν απογοητεύτηκα στη ψυχανάλυση. Σ’ αυτή τη διασταύρωση προσπαθώ να βάλω το μαθηματικό, το φυσικό, τον οικονομολόγο να υποβάλλει διεγερτικά ερωτήματα στο φιλόλογο, τον ιστορικό, το γιατρό, το βιολόγο. Δηλαδή αναζητώ να πέσουν τα τείχη ανάμεσα στους διαφορετικούς κλάδους της γνώσης».
Μέσα σε ένα χαλαρό, ζεστό περιβάλλον, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το κρύο που επικρατεί έξω από την αίθουσα, αρχίζει και διαμορφώνεται στο μυαλό μου, πιο ξεκάθαρα η σύνθετη οπτική του Μίμη.
Στη συνέχεια το λόγο παίρνει η κα Αταλάντη Μιχελογιαννάκη – Καραβελάκη: «Η νύχτα με πέντε φεγγάρια, μέσα από δεκαέξι συναρπαστικές ενότητες, ουσιαστικά μικρές ιστορίες, πάνω στο καμβά της ευρύτερης παγκόσμιας ιστορίας, που συνθέτουν το σώμα του βιβλίου, προσφέρει στον αναγνώστη πλούσιες ψυχοπνευματικές και γνωστικές εμπειρίες. Είναι ένα βιβλίο για πολλές αναγνώσεις, στο μυθιστόρημα η κύρια αφήγηση χρησιμοποιεί αναδρομές, που κάνουν την εξέλιξη της πλοκής πιο συναρπαστική και συνάμα παρέχει στοιχεία που στη πορεία ξεμπλέκουν το κουβάρι του μύθου. Τα κύρια πρόσωπα της ιστορίας είναι δυναμικές, γυναικείες προσωπικότητες, που φανερώνονται με τις πιο ποικίλες ψυχολογικές διακυμάνσεις και τις εσωτερικές συγκρούσεις τους. Μέσα από τη ζωή των ηρωίδων μεταφερόμαστε σε σημαντικούς καιρούς: από την απελευθέρωση της Σμύρνης ως τη τραγικότητα της Μικρασιατικής Καταστροφής, τα πάθη των Ελλήνων προσφύγων στο βαλκανικό χώρο, έπειτα στη γερμανική κατοχή, στον εμφύλιο, στην εποχή μας, στη κρίση αλλά και στον απανταχού Ελληνισμό. Αιφνιδιαστικά στο τέλος του βιβλίου μεταφερόμαστε σε μία νέα αρχή, πάντα αιρετικός ο Μίμης μας πηγαίνει στο μέλλον, στη πλωτή ουτοπία, στο έτος 2029.
Η Ρουμελίνα, η πόντια μάνα, που δεν έμενε άπραγη απέναντι στις δυσκολίες και δε δεχόταν κανενός είδους σκλαβιά, πάσχισε και έσωσε και άλλες γυναίκες που είχαν ανάγκη, αντιπαλεύοντας τα πάντα ακόμη και τον ίδιο της τον εαυτό. Στο πρόσωπο της Ρουμελίνας μπορούμε να δούμε την ίδια την Ελλάδα, που μία ζωή το σκαρί της το δέρνουν κύματα και άνεμοι, αν και της άξιζε καλύτερη μοίρα ως κοιτίδα πολιτισμού και δημοκρατίας.
Από την άλλη πλευρά υπάρχει και η σύγχρονη Λίνα, απόγονος της Ρουμελίνας, φανερώνεται να κρατά και εκείνη νήματα από τη ταυτότητα της προγιαγιάς της, έχει καταγεγραμμένη στο DNA της, την αγωνιστική φύση και τη δυναμική ιδιοσυγκρασία. Βρίσκεται σε συνεχή αναμέτρηση με το παρελθόν και την αβεβαιότητα, όμως αποφασιστικά παίρνει το μέλλον στα χέρια της.
Οι ηρωίδες γενικά παραπέμπουν στα ίδια τα σκαμπανεβάσματα της ζωής! Μήπως γυναίκα δεν είναι και αυτή; Με τα δύσκολα, τα όμορφα και την τραγική ειρωνεία της!».
Η Αταλάντη με την ανάλυσή της μας αποκαλύπτει όλο το δραματικό φάσμα του βιβλίου. Επικρατεί μια διάχυτη ευθυμία στην ατμόσφαιρα στην οποία ο Μίμης λόγω της αναφοράς στην Ρουμελίνα και τη Λίνα αναφέρει με χιούμορ την ιστορία της Λίνας της φοράδας του παππού του. Τη συγκεκριμένη φοράδα, που η γιαγιά του ζήλευε, λόγω των ιδιαίτερων αισθημάτων που έτρεφε ο άντρας της γι’ αυτήν. Γι’ αυτό άλλωστε λύσσαγε «Ανάθεμα τη διαβολοφοράδα σου!».
Γενικά ο Μίμης τροφοδοτεί την πλοκή του βιβλίου με έντονη την επιρροή του παππού του, οι μαντινάδες του οποίου ενσωματώνονται στην ιστορία. Ο Μίμης αναφέρει μια μαντινάδα «Τα μερακλίδικα κορμιά και τα καλά μαχαίρια, Θέε μου και γιάντα βρίσκονται πάντα σε λάθος χέρια?».
Έχοντας στο μυαλό μου το ρυθμό όχι μιας αλλά πολλών μαντινάδων πάνω στη σκηνή παίρνει το λόγο η κα Καστρινάκη Αγγέλα. «Αυτό το μυθιστόρημα το διάβασα από την αρχή εώς το τέλος με το χαμόγελο στα χείλη. Έχει χιούμορ και επεισόδια καλοφτιαγμένα για να κρατούν την προσοχή. Το βιβλίο περιέχει 2 απαγωγές και έντονη συγκίνηση. Διασκέδασα και έμαθα πράγματα, μα πάνω απ’ όλα χάρηκα μια καλλιτεχνική μαστοριά, που δεν αποβλέπει μεν σε βάθη της ανθρώπινης υπόστασης, αλλά οπωσδήποτε παραποιεί και περιγράφει με ευστροφία. Η ιστορία της Ρουμελίνας όπως προαναφέρθηκε είναι κρίσιμη, μια τουρκόφωνη πόντια που κατέληξε μετά την μικρασιατική καταστροφή στη Θεσσαλονίκη. Την εν λόγο ιστορία ο συγγραφέας την αφηγείται με ύφος απλό και λυτό όπως ταιριάζει στη δραματική διαδρομή της γυναίκας. Ο Μίμης δεν κολακεύει το εθνικό μας υπερεγώ και πολύ καλά κάνει. Η δισέγγονη Λίνα, μια εξαιρετικά όμορφη γυναίκα, ένα χαρακτηριστικό το οποίο διαθέτουν όλες οι γυναίκες του έργου. Βέβαια αυτές οι γυναίκες είναι και ιδιαίτερα δυναμικά πρόσωπα. Ένα άλλο στοιχείο που μ αρέσει στον Μίμη είναι ότι εισάγει στην ελληνική πεζογραφία την επιχειρηματικότητα. Τοποθετεί στο κέντρο του δραματικού ενδιαφέροντος μια επιχειρηματική δραστηριότητα την οποία μάλιστα αναθέτει στις γυναίκες. Έχουμε λοιπόν γυναίκες επιχειρηματίες που πλέον δεν έχουν άντρες, επειδή τους ξαπέστειλαν για να δράσουν πιο άνετα. Βέβαια ανεξαρτήτως του ερωτικού αλατοπίπερου το κέντρο βάρους είναι πολιτικό. Η πατρίδα Ελλάδα χρειάζεται την επιχειρηματικότητα και ο Μίμης μυθιστορηματικά δίνει το παράδειγμα.».
Ακούγοντας τα λόγια της Αγγέλας σκέφτομαι πόσο ρηξικέλευθο είναι όντως αυτό που κάνει ο Μίμης με την πολυεπιστημονική του προσέγγιση. Μια έννοια την οποία ανέπτυξε ο επόμενος ομιλητής ο κος Γιάννης Ραμουτσάκης: «Όπως κάθε ξεχωριστός άνθρωπος που θέλει να γράψει, ο Μίμης κοντράρει τη συμβατική σοφία. Αυτό σημαίνει πως ένα ιστορικό γεγονός θα αποτυπωθεί σαν ένα κλασσικού τύπου ιστορικό δοκίμιο, αλλά ταυτόχρονα το ίδιο γεγονός θα το αγγίξει σαν ιστορικός, σαν οικονομολόγος, σαν μαθηματικός, σαν μηχανικός, σαν ψυχολόγος, σαν ψυχίατρος…».
Σε αυτήν ακριβώς τη στιγμή ο Μίμης προσθέτει χαριτολογώντας πονηρά με έντονη αίσθηση χιούμορ «…και σαν γυναικολόγος!».
Αφού κοπάσουν τα αυθόρμητα γέλια του ακροατηρίου ο Γιάννης συνεχίζει: «Ο Μίμης κοιτάζει το γεγονός σαν ένα πολύπλοκο πολυεδρικό σχήμα, ένα πρίσμα και κάθε όψη από την οποία το μελετά και το αναλύει, του δίνει μια συγκεκριμένη οπτική, για το εσωτερικό και για το εξωτερικό. Όταν τα συνθέσει αυτά (εσωτερικό & εξωτερικό) θα δει το συνολικό σχήμα που θέλει. Αυτή η πολύ-επιστημονική προσέγγιση δίνει σίγουρα κάτι ξεχωριστό. Όταν μελετάει όλα αυτά τα πράγματα και μας τα δίνει σαν απόσταγμα, η συνολική μάζα δεδομένων που επιθυμεί να μας δώσει είναι τεράστια. Οπότε προκύπτει το ερώτημα: Πως μπορεί αυτή η μάζα δεδομένων να μετατραπεί σε κάτι εύπεπτο; Έτσι γεννιέται ένα μυθιστόρημα, δημιουργείται μια μυθοπλασία σαν κανάλι διανομής για τον αναγνώστη. Κάθε αναγνώστης λύνει τη προσέγγιση του Μίμη, απ’ τη δική του μεριά.
Πέρα απ’ τη διεπιστημονική του προσέγγιση , δεύτερος πυλώνας είναι πως ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται και τόσο, να δώσει στον αναγνώστη μία απάντηση. Πολλές φορές έχω την αίσθηση πως ούτε ο ίδιος ο Μίμης, ξέρει την απάντηση. Ωστόσο τον ενδιαφέρει να κεντρίσει τον αναγνώστη κατά τη βολταιρική φράση: Μη κρίνεις τον άνθρωπο από τις απαντήσεις που δίνει, αλλά από τα ερωτήματα που θέτει.
Βάσει των παραπάνω πυλώνων, φτιάχνει ένα ψηφιδωτό με ιστορίες προσώπων, με γεγονότα, με ουτοπίες που καταρρέουν, με απογοητεύσεις και αποκαλύψεις. Ο Μίμης μοιράζει μεταφορικά στο κοινό ένα καθρέφτη, ώστε ο καθένας να κοιταχτεί ψυχικά, είτε σε ατομικό είτε σε συνολικά ως έθνος.
Είμαστε ως έθνος αδέρφια ή πολλές φορές ο ένας δε συμπεριφέρεται καλά στον άλλο;»
Κάπου σ’ αυτό ερώτημα αφέθηκα, ενώ ο κος Ραμουτσάκης έθετε ένα έντονο προβληματισμό, ο οποίος πηγάζει από τη ψυχή αυτού του βιβλίου.
Τελικά παίρνει το λόγο ο Μίμης, ο οποίος στο ερώτημα, που μετέφερε η κα Ανδριανή Αγγελιδάκη, ως συντονίστρια της βραδιάς «Αν υπάρχουν πτυχές του ίδιου στις 5 γυναίκες του μυθιστορήματος;», απαντά «δεν υπάρχει περίπτωση».
Ενώ στη συνέχεια επισημαίνει πως όταν έβγαζε το τίτλο δεν γνώριζε πως η «θηλυκή συγχορδία» της ιστορίας, θα περιείχε πέντε γυναίκες:
«Είναι μεταφυσική και διαισθητική η επιλογή του τίτλου, έψαξα στη συνέχεια αν στη λογοτεχνία κανείς έχει βάλει σε κάποιο τίτλο τον αριθμό πέντε. Βρήκα εκ των υστέρων αφού είχα γράψει το βιβλίο ότι ο Ρίτσος είχε γράψει ένα ποίημα με τίτλο: Τα πέντε σύννεφα».
Ο Μίμης υπογραμμίζει πως η «Νύχτα με πέντε φεγγάρια» είναι αυτοβιογραφία που προσποιείται τη μυθιστορία ή μυθιστορία που παριστάνει την αυτοβιογραφία, ενώ παράλληλα αποκαλύπτει ότι και ως μαθηματικός διδάσκει με ιστορίες:
«Αυτό είναι κρητικό ιδίωμα, ότι έχουμε να πούμε το λέμε ως ιστορίες, δηλαδή αντί να κάνουμε αφηρημένες δομές, δομούμε ιστορίες. Αν πας στο πλάτανο ενός χωριού και δεις από κάτω να κάθονται, θα παρατηρήσεις πως όλη μέρα λένε ιστορίες. Αυτές οι ιστορίες είναι η πραγματικότητα μας και αποτελούν βαθιά σοφία. Οι ιστορίες μας δείχνουν την αλήθεια της ανθρώπινης κατάστασης, όπως ακριβώς ο μυστικός κόσμος των ηρωίδων του βιβλίου, οι οποίες διώχνουν τους άνδρες τους, που φάνηκαν ανάξιοι και ξεκινούν κάτι νέο. Για ορισμένους είναι αμφιλεγόμενο αυτό που κάνουν αυτές οι γυναίκες. Έρωτας δίχως ερωτική φιλία, δίχως δεσμεύσεις, υποσχέσεις και αποκλειστικότητες. Από την άλλη οι άντρες του αφηγήματος, ορισμένοι μάλιστα και υπερμοντέρνοι δεν αντέχουν, ξαναστρέφονται στην ιδιοκτησία ως οπτική θεώρησης της γυναίκας.
Είναι οι ιστορίες που έχουν πυκνότητα νοήματος, όπως η οδύσσεια της Ρουμελίνας, που είχα την τύχη να την ακούσω σαν πρώτη αίσθηση, τελείως διαφορετική, από τα χείλη του Ιωάννη Αλεξάκη, συγγενής και άνθρωπος του χωριού μου (ήρωας στρατηγός, από το Λασίθι, που το 1912 μπήκε πρώτος στην Θεσσαλονίκη κατά την απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους και υπάρχει προτομή του στην πλατεία της αγίας Αικατερίνης, στο Ηράκλειο). Είναι λοιπόν μικρές ιστορίες που τα μικρά τους δράματα υφαίνονται στον καμβά της μεγάλης ιστορίας.
Το κύριο ερώτημα του βιβλίου είναι: Μπορεί να είναι μάταιη μία ζωή, φιλτραρισμένη από τόσες διαψεύσεις, ματαιωμένες ελπίδες και προδοσίες; Και τις μεγάλες διαψεύσεις των ουτοπιών, πως τις διαχειριζόμαστε;»
Στο τελευταίο ερώτημα ο Μίμης απαντά με ένα σύνθημα, «το μέλλον της ουτοπίας ανήκει στους ρεαλιστές».
Κάπως έτσι, με αυτό το ευρηματικό τσιτάτο ο Μίμης κλείνει τη βραδιά και αυτό που χαράσσεται στο μυαλό μου ως ουσία αυτού του βιβλίου, Νύχτα με πέντε φεγγάρια, είναι πως μικρές ιστορίες ανθρώπων με ηρωικά χαρακτηριστικά διαμορφώνουν τελικά “τον οργανισμό” της παγκόσμιας ιστορίας.
Φεύγω από την παρουσίαση γεμάτη σκέψεις και ιδέες τόσο που δεν με ενδιαφέρει το κρύο πια έξω.