Εκδήλωση με θέμα τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη, 19 Μαΐου, ανήμερα της 102ης Επετείου, στο Marana Hall, στο Hurstville του Σύδνεϋ, με κεντρικό ομιλητή τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας κ.κ. Μακάριο.
Η εκδήλωση, την οποία συνδιοργάνωσαν η Επιτροπή Μνήμης Νέας Νοτίου Ουαλίας για την Ποντιακή Γενοκτονία και η Ομοσπονδία Ποντιακών Σωματείων της Αυστραλίας, τελούσε υπό την αιγίδα της Εθνικής Επιτροπής της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας για τους εορτασμούς των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Παρέστησαν ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στο Σύδνεϋ, κ. Χρήστος Καρράς, ο κ. Peter Poulos ως εκπρόσωπος της Πρωθυπουργού της Νέας Νοτίου Ουαλίας, κ. Gladys Berejiklian, οι βουλευτές κ.κ. Fred Nile και Steve Kamper, ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Χριστοφόρος Κρικέλης και πολλοί ιερείς της πόλεως του Σύδνεϋ, πλήθος εκπροσώπων ποντιακών σωματείων και άλλων ομογενειακών οργανώσεων, καθώς και εκπρόσωποι Αρμενικών και Ασσυριακών οργανώσεων.
Κατά την έναρξη της εκδήλωσης, έγινε ανάκρουση των Εθνικών Ύμνων της Αυστραλίας και της Ελλάδας και ακολούθως τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη των θυμάτων της Γενοκτονίας. Ο Σεβασμιώτατος κ.κ. Μακάριος, στην ομιλία του παρουσίασε τον ρόλο της Εκκλησίας στον Πόντο από την κατάκτησή του το 1461 έως και τη σύγχρονη εποχή. Ξεκινώντας με μια ιστορική αναδρομή στη διάδοση του Ευαγγελίου στην περιοχή του Πόντου, υπενθύμισε μεταξύ άλλων ότι την περίοδο πριν από τη Γενοκτονία λειτουργούσαν εκεί 1.890 εκκλησίες και ιερές μονές.
Ειδική μνεία έκανε στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα, ενώ αναφέρθηκε ακόμη στους πολυάριθμους νεομάρτυρες της περιόδου μετά την κατάκτηση του Πόντου και στους Ιεράρχες και κληρικούς που θυσιάστηκαν για το ποίμνιό τους, αν και είχαν τη δυνατότητα να διαφύγουν, την περίοδο που εξελίσσονταν οι διώξεις.
Ξεχωριστή ενότητα της ομιλίας του Σεβασμιωτάτου αποτέλεσε η παροχή εκπαίδευσης από την Εκκλησία. Όπως εξήγησε, όλα τα μοναστήρια και οι εκκλησίες του Πόντου λειτουργούσαν ως εκπαιδευτήρια μετά την κατάκτηση από τους Οθωμανούς. Εστίασε δε στο παράδειγμα του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας, ενός εμβληματικού εκπαιδευτικού ιδρύματος που ιδρύθηκε το 1682, από την Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά, και λειτούργησε επί 239 έτη, αναδεικνύοντας σπουδαίες προσωπικότητες της ιερωσύνης, της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών.
Ο Αρχιεπίσκοπος δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει ότι έως τα χρόνια της Γενοκτονίας, η ελληνική εκπαίδευση είχε γνωρίσει εντυπωσιακή άνθιση στον Πόντο, αφού ακόμη και τα μικρότερα χωριά είχαν σχολείο, ενώ ο συνολικός αριθμός τους ήταν περίπου 1.050.
Ακολούθως, ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στο γεγονός πως παντού στην περιοχή του Πόντου παραμένουν φυσικά ίχνη του Ελληνισμού και της Ορθόδοξης πίστης – σε σπίτια, εκκλησίες, μοναστήρια, νεκροταφεία, σχολεία, νοσοκομεία, επιχειρήσεις κ.ά. Παρατήρησε δε ότι, παρά τις φυσικές ή εσκεμμένες καταστροφές που υπέστησαν στο διάβα των αιώνων, αυτά τα μνημεία συνεχίζουν να μαρτυρούν τον πολιτισμό που αναπτύχθηκε από τους αυτόχθονες του Πόντου.
Στην τελευταία ενότητα της ομιλίας του, ο Αρχιεπίσκοπος υπογράμμισε ότι τα γεγονότα της Γενοκτονίας δε σηματοδότησαν το τέλος της ιστορίας του Πόντου, καθώς οι εκδηλώσεις που πραγματοποιούν οι Σύλλογοι Ποντίων ανά τον κόσμο, η αναβίωση των εθίμων και η διατήρηση της ιστορικής μνήμης, συμβάλλουν στη διαρκή ανανέωση και άνθιση του ποντιακού πολιτισμού και της Ορθόδοξης παράδοσής του. Μια βασική πτυχή αυτής της διαδικασίας ανανέωσης είναι και οι Θείες Λειτουργίες που τελούνται σε εκκλησίες και μοναστήρια σε ολόκληρο των Πόντο και σε άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας και της Θράκης, με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου.
Το βασικό μήνυμα του Αρχιεπισκόπου ήταν ότι μια γενοκτονία συντελείται όταν επέρχεται η καταστροφή της μνήμης. Στη βάση αυτής της διαπίστωσης, δήλωσε πεπεισμένος ότι δεν έχει συντελεστεί τη τελική φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και, με την ευκαιρία, προέτρεψε τους παριστάμενους να συνεχίσουν να θυμούνται και να τιμούν τα θύματα και τους επιζώντες της Γενοκτονίας.