Της Φένιας Βουδαντά
Τα λαμπάκια στο δέντρο τρεμοπαίζουν στο σκοτεινό δωμάτιο. Έπειτα, σβήνουν όλα κι ανάβουν πάλι όλα μαζί, σαν να αποφάσισαν πως ή όλα ή κανείς. Αμέσως μετά, χωρίζονται σε κλίκες και πότε τα μισά κατακτούν το χώρο με το φως τους και πότε τα άλλα μισά κάνουν αισθητή την παρουσία τους, αντιμαχόμενα πια. Κι ύστερα, τρεμοπαίζουν και ξανά η ίδια ταινία μπροστά στα μάτια του.
Η νύχτα περνά κι αυτός ακόμα σκαλωμένος στα λαμπάκια, στις ρυθμικές τους αποφάσεις να ανάβουν και να σβήνουν μη ρωτώντας κανέναν, απλά ανάβουν και σβήνουν. Τι κι αν ένα από αυτά πάψει να ανάβει, τι κι αν ένα χάσει το φως του μια για πάντα; Ποιος θα το καταλάβει; Αφού όλοι τα ‘χουν μάθει σαν ολότητα!
Ξημερώνουν Χριστούγεννα. Και θα τον βρουν να μετρά λαμπάκια μόνος του και να καθρεφτίζεται στις γυαλιστερές μπάλες, αντικρίζοντας την όψη του πιο θολή από ποτέ. Είναι απόψε αυτός (ή ένας άλλος ή εσύ) ένα σβησμένο λαμπάκι.
Δεν ανάβουν όλα μαζί, πάντα κάποιο σβήνει στη διαδρομή, κι ας είναι όλα κατασκευασμένα για να εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, να φωτίζουν. Μπερδεύονται στα κλαδιά του ελάτου, κάποια κρύβονται από πίσω μην τυχόν και φανούν κι εκτεθούν κι άλλα αφήνουν το φως τους ολάκερο να φωτίσει τον κόσμο.
Δεν ανάβουν όλοι οι άνθρωποι μαζί, πάντα κάποιος σβήνει στη διαδρομή, κι ας είναι όλοι κατασκευασμένοι για να εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, να χαμογελούν και να λένε «όλα καλά και σήμερα». Μπερδεύονται στα κλαδιά της ζωής, κάποιοι κρύβονται από πίσω μην τυχόν και φανούν, μη δείξουν το θησαυρό που κρύβουν μέσα τους και τους τον κλέψουν κι άλλοι τα παίζουν όλα για όλα κι όποιος καεί κάηκε.
Τον έχουν φάει οι σκέψεις απόψε. Νιώθει σα λαμπάκι που το ξέχασε ο κόσμος αναμμένο στα ζόρια του κι ύστερα ξεψύχησε στην προσπάθειά του να δίνει κάθε φορά τον καλύτερό του εαυτό. Πάλι μόνος στη σκοτεινή του γκαρσονιέρα μέσα στην απελπισία του που διακόπτεται με σταθερό ρυθμό από την ελπίδα μιας μικρής σπίθας φωτός προερχόμενης από το έλατο, τη μόνη του παρηγοριά, αυτήν από την οποία κρεμιόταν όταν όλοι είχαν αποφασίσει να τον κρεμάσουν με την αδιαφορία τους, με το να γελούν αυτές τις γιορτινές μέρες χωρίς να σκέφτονται ούτε στο ελάχιστο εκείνους τους σβησμένους που η λαχτάρα τους να ανάψουν μπλέκεται διαρκώς στο κλαδί του φόβου της απόρριψης, του φόβου της έκθεσης.
Ώσπου, λίγα λεπτά πριν τις πρώτες πρωινές αχτίδες, λάμπει στιγμιαία κάτι στον ουρανό, κάτι που ανατρέπει το ίδιο προβλέψιμο μοτίβο που ακολουθούν τα λαμπάκια και τον κάνουν να ανοίξει διάπλατα τα μάτια του, έτσι όπως είναι μισοκοιμισμένος και σκεπτικός.
Πόσοι άνθρωποι είναι μόνοι κι αυτές τις γιορτές, πόσων η ψυχή ξεχνά πάλι να ανάψει…
Πόσοι άνθρωποι μόνοι κυνηγούν αυτό το αστέρι που βλέπει αυτός απόψε, αυτό το αστέρι που στην κορυφή του ελάτου μπορεί να είναι το άθροισμα όλου του φωτός που εκπέμπουν απόψε τα λαμπάκια, το άθροισμα του φωτός που ο καθένας μας κρύβει μέσα του. Και που δε χρειάζονται στην πραγματικότητα Χριστούγεννα για να το βρει μέσα του, μα ένα άγγιγμα αληθινό, μια κουβέντα όμορφη, ένα βλέμμα κατανόησης και συμπόνιας. Σαν εκείνο που του χτυπά την πόρτα τώρα μεταξύ νύχτας και ημέρας. Το δικό του αστέρι.
Αυτές τις γιορτές όλοι χρειαζόμαστε ανθρώπους για να μας βοηθήσουν να βρούμε το φως μέσα μας και να μας απεγκλωβίσουν από αυτό που λέγεται μοναξιά, θλίψη κι απογοήτευση, συναισθήματα που πηγάζουν από την απελπιστική μας καθημερινότητα.
Κι όχι μόνο αυτές τις ημέρες, αλλά όλες τις ημέρες. Επειδή κάθε καινούρια ημέρα σηματοδοτεί και μια καινούρια γιορτή κι όλοι αξίζουμε να τη γιορτάσουμε.
Ευχόμαστε ολόψυχα σε όλον τον κόσμο καλά Χριστούγεννα και καλή Χρονιά, φωτισμένη από τη δύναμη του άστρου της Άγιας Νύχτας, σύμβολο αγάπης κι ευλογίας για όλους.