Μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση βρίσκεται το πλέον εμβληματικό ελληνικό προϊόν, η φέτα. Τα κρούσματα νοθείας που «είδαν το φως της δημοσιότητας» τους τελευταίους μήνες με διακίνηση προϊόντων – μαϊμού εντός και εκτός Ελλάδας και οι καταγγελίες για παράνομες ελληνοποιήσεις γάλακτος ναρκοθετούν την προσπάθεια που καταβάλλεται για την περαιτέρω ανάπτυξη του προϊόντος στις διεθνείς αγορές, και μαζί όλα όσα χτίστηκαν το προηγούμενο διάστημα για την ανάδειξη αυτού του μοναδικού τυροκομικού προϊόντος.
Η πρόσφατη αποκάλυψη για παρατυπίες από ελληνική εταιρεία, η οποία φέρεται να έχει ελληνοποιήσει 7,7 τόνους γάλακτος από τη Βουλγαρία, αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου.
Προ μηνών, και άλλες επιχειρήσεις είχαν εντοπιστεί να παρανομούν διακινώντας νοθευμένη φέτα εντός και εκτός ελληνικών συνόρων, όπως στις αγορές της Σουηδίας και της Γερμανίας. Για τους ανθρώπους του κλάδου τα περιστατικά αυτά αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή για το κατοχυρωμένο ως ΠΟΠ ελληνικό τυρί, καθώς δίνουν αφορμές και επιχειρήματα σε ανταγωνίστριες χώρες, όπως η Δανία, να ξανανοίξουν το θέμα της αποκλειστικότητας στην παραγωγή φέτας που έχει η Ελλάδα.
Σκληρός ανταγωνισμός
Και όλα αυτά τη στιγμή που οι εξαγωγές φέτας σε όγκο αυξάνονται συνεχώς την τελευταία πενταετία. Μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις προσπαθούν να αξιοποιήσουν τόσο τη μοναδικότητα του προϊόντος, όσο και την κατοχύρωση εντός της ΕΕ. Ωστόσο η αύξηση των πωλήσεων σε όγκο δεν ακολουθήθηκε και με αύξηση της αξίας των εξαγωγών. Στην πενταετία 2015-2020 οι εξαγωγές φέτας αυξήθηκαν μεν σε όγκο κατά 53,3%, φτάνοντας τα 80,7 εκατ. κιλά πέρυσι, όμως η αξία τους περιορίστηκε στα 420 εκατ. ευρώ.
Οι άνθρωποι του κλάδου παραδέχονται ότι υπάρχει έντονος ανταγωνισμός, ειδικά σε επίπεδο τιμών, καθώς εκτός συνόρων ο μεγάλος ανταγωνιστής είναι το λευκό τυρί που μπορεί να μην έχει καμία σχέση με την ελληνική φέτα, όμως λόγω τιμής «κλέβει» εν δυνάμει καταναλωτές, με πολλές ξένες βιομηχανίες να ονομάζουν τα προϊόντα τους «Greek style feta» ή να τους δίνουν ελληνοπρεπή ονόματα, προκαλώντας σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό.
Παράλληλα, δεν λείπουν και οι ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες για να καταφέρουν να διεισδύσουν σε ξένες αγορές ακολουθούν επιθετική τιμολόγηση των προϊόντων τους, διαθέτοντάς τα σε χαμηλές τιμές σε σχέση με την πραγματική τους αξία. Μια στρατηγική που εκτιμάται πως θα γυρίσει μπούμερανγκ για τη χώρα, τη στιγμή που επιχειρεί να εστιάσει στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της ποιότητας. Η απώλεια σε οποιονδήποτε βαθμό της υπεραξίας της φέτας υποθηκεύει το μέλλον, λένε άνθρωποι που γνωρίζουν.
Από τα συνολικά περίπου 127 εκατ. κιλά που υπολογίζεται ότι ήταν η εγχώρια παραγωγή φέτας το 2020 εξήχθησαν τα 6,2 στα 10 κιλά (62%), με τις δεκαπέντε σημαντικότερες αγορές να απορροφούν άνω του 90% των εξαγωγών αυτών και ευρωπαϊκές χώρες, όπως και χώρες με έντονο το ελληνικό στοιχείο, να βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα.
Δύσκολη συγκυρία
Πάντως ένα ακόμα μεγάλο πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι έλληνες παραγωγοί φέτας με μεγαλύτερη ένταση τα επόμενα χρόνια είναι το πρόβλημα της μείωσης του ζωικού κεφαλαίου που συνεπάγεται και μείωση των παραγόμενων ποσοτήτων γάλακτος και αύξηση των τιμών του, καθώς η φέτα πρέπει να παράγεται μόνο από ελληνικό γάλα.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, με δεδομένο ότι ήδη η τιμή του γάλακτος έχει φτάσει σχεδόν στα 1,20-1,25 ευρώ το κιλό από 0,96 πέρυσι, σε συνδυασμό με την αύξηση των ζωοτροφών 20%-30% εξαιτίας και των διεθνών συνθηκών, οδηγούνται προς τα πάνω και οι τιμές του τελικού προϊόντος.
Η φέτα αναγνωρίστηκε ως ελληνικό παραδοσιακό προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης από την Ευρωπαϊκή Ενωση με τον κανονισμό ΕΕ No 1151/2012. Για να θεωρείται ΠΟΠ ένα προϊόν, πρέπει να παράγεται από πρόβειο γάλα ή μείγμα αυτού με αίγειο, σε αναλογία μέχρι 30%. Το γάλα πρέπει να προέρχεται από αυτόχθονες φυλές αιγοπροβάτων, να συλλέγεται συγκεκριμένη εποχή και να έχει περιεκτικότητα τουλάχιστον 6% σε λιπαρές ουσίες.
Πηγή: in.gr