Η Γερμανία, αν και είχε προειδοποιήσεις για έναν πιθανό πόλεμο στην Ευρώπη έως και τις 23 Φεβρουαρίου, φαίνεται να μην είχε πάρει σοβαρά υπόψη τις συνέπειες μιας τέτοιας σύγκρουσης για την ασφάλεια των πολιτών της. Παρά την αυξημένη ανησυχία και τις προειδοποιήσεις από τις μυστικές υπηρεσίες ισχυρών χωρών, το Ομοσπονδιακό Ίδρυμα Αξιοποίησης Ακινήτων, που υπόκειται στο υπουργείο Οικονομικών, συνέχιζε να στέλνει σε επενδυτές προσφορές για την πώληση στρατηγικά τοποθετημένων καταφυγίων, γνωστών ως μπούνκερ, τα οποία αποπνέουν την αίσθηση μιας περασμένης εποχής.
Σε μια έκθεση που δημοσιεύτηκε από τη γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, αναφέρονταν προσφορές για υπέργεια και υπόγεια καταφύγια, με ιδιαίτερη αναφορά στο μπούνκερ Α 10 στην πόλη Σβάινφουρτ. Το εν λόγω καταφύγιο, κατασκευασμένο το 1941 και αναβαθμισμένο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, διαθέτει 1500 τ.μ. ωφέλιμου χώρου και έχει την ικανότητα να προσφέρει προστασία σε 1500 πολίτες, ακόμα και σε περιπτώσεις πυρηνικών, βιολογικών ή χημικών επιθέσεων. Αυτές οι προσφορές ήταν παράξενες, όχι μόνο λόγω του ιστορικού τους, αλλά και λόγω της χρονικής στιγμής που συνέπιπτε με την αυξανόμενη διεθνή ένταση στην Ουκρανία.
Ωστόσο, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, στις 25 Φεβρουαρίου, αναίρεσε την πορεία αυτών των πωλήσεων. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι δραματικές σκηνές των Ουκρανών πολιτών να καταφεύγουν σε καταφύγια για να σωθούν από τις βόμβες, έφεραν την αίσθηση του κινδύνου στην Ευρώπη πιο κοντά από ποτέ. Η Γερμανία, που είχε ήδη κληθεί να επανεξετάσει την κατάσταση των καταφυγίων της, βρέθηκε μπροστά στην αναγνώριση μιας σοκαριστικής αλήθειας: ότι η χώρα δεν είχε λειτουργικά δημόσια καταφύγια έτοιμα για χρήση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Αμέσως μετά την κλιμάκωση της σύγκρουσης στην Ουκρανία, σύμφωνα με την Deutsche Welle, το γερμανικό υπουργείο Εσωτερικών ξεκίνησε την αξιολόγηση των υπάρχοντων καταφυγίων και την αναζήτηση δυνατοτήτων επανενεργοποίησής τους. Ο Νιλς Μπρένεκε, επικεφαλής του Μουσείου Καταφυγίων στη Γερμανία, δήλωσε ότι η κατάσταση των πολλών ιστορικών καταφυγίων είναι “κακή”, επισημαίνοντας την έλλειψη ζωτικών υποδομών όπως τα ντεπόζιτα πετρελαίου ή τα συστήματα νερού, που δεν έχουν πλέον λειτουργία και έχουν συχνά απομακρυνθεί ή μπαζωθεί.
Η πολιτική της Γερμανίας για την αξιοποίηση των καταφυγίων άλλαξε δραματικά από το 2007, όταν το υπουργείο Εσωτερικών αποφάσισε την αλλαγή χρήσης των καταφυγίων, με την ευχέρεια μετατροπής τους σε αποθηκευτικούς χώρους ή άλλες χρήσεις, κάτι που αφαίρεσε τη δυνατότητα λειτουργίας τους σε περιπτώσεις κρίσης. Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία ώθησε τις γερμανικές αρχές να επαναφέρουν την ανάγκη για πολιτική προστασία και να σταματήσουν τη διάλυση αυτών των στρατηγικών καταφυγίων.
Σύμφωνα με την υπουργό Εσωτερικών Νάνσι Φέζερ, η “νέα εποχή” που έχει διαμορφωθεί λόγω της ρωσικής επιθετικότητας απαιτεί “σημαντική ενίσχυση της προστασίας από στρατιωτικές απειλές”. Αν και η κυβέρνηση αναγνωρίζει την ανάγκη για αναβάθμιση της προστασίας, η υπουργός επεσήμανε πως πρέπει να ενισχυθούν οι στατικές υποδομές και να επαναξιολογηθούν οι χώροι προστασίας, όπως υπόγειοι χώροι στάθμευσης, σταθμοί μετρό και άλλες υπόγειες εγκαταστάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταφύγια.
Αναμφίβολα, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ανέδειξε την ανάγκη για αναθεώρηση των πολιτικών ασφάλειας στην Ευρώπη. Παρά την αρχική αδιαφορία για την κατάσταση των γερμανικών καταφυγίων, η κυβέρνηση φαίνεται να αναγνωρίζει ότι σε έναν κόσμο όπου η απειλή του πολέμου είναι πιο κοντά από ποτέ, η πολιτική προστασία και η προετοιμασία για έκτακτες καταστάσεις είναι πιο κρίσιμες από ποτέ.
Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τα δημόσια και ιδιωτικά καταφύγια στη Γερμανία δεν είναι μόνο μια πολιτική απάντηση σε έναν εξωτερικό κίνδυνο, αλλά και ένα σημάδι του αυξανόμενου φόβου των πολιτών μπροστά στην αβεβαιότητα του μέλλοντος. Η κυβέρνηση, παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα της υπάρχουσας υποδομής, προχωρά στην ενίσχυση των καταφυγίων, ενώ ταυτόχρονα προσαρμόζει τις στρατηγικές πολιτικής προστασίας για να ανταποκριθεί στη νέα, ανησυχητική πραγματικότητα του πολέμου στην Ουκρανία.
Η αλήθεια είναι ότι, ενώ τα παλιά μπούνκερ μπορεί να αποτελούν μια στατική και ίσως συμβολική υπενθύμιση της ιστορίας, η αναθεώρηση και η επαναλειτουργία τους σε συνθήκες σύγχρονης απειλής δείχνει τη σημασία της διατήρησης και ενίσχυσης των υποδομών ασφαλείας στην Ευρώπη – και της ανάγκης για ετοιμότητα σε μια εποχή αβεβαιότητας.