Γράφει η Φένια Βουδαντά
Κανονικότητα. Μια λέξη που όλο και συχνότερα ακούγεται και εγείρει αναστεναγμούς και εκφράσεις νοσταλγίας στο άκουσμά της. Πότε άραγε θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα;
Κανονικό σημαίνει φυσιολογικό. Σημαίνει αυτό που δεν προκαλεί αντιδράσεις, ούτε κάνει κάποιο νόημα. Κι αυτό που ζούμε όντως δεν είναι κανονικό, καθώς είναι πέρα για πέρα περιοριστικό, όπου κι αν σταθούμε σκοντάφτουμε σε απαγορεύσεις, σε μέτρα προστασίας, σε ενδεδειγμένους τρόπους εξασφάλισης της προσωπικής μας υγιεινής και των δικών μας ανθρώπων. Πλέον, η πραγματικότητα αυτή αποτελεί το σύνηθες, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι τη θεωρούμε και φυσιολογική.
Μην κλαις! Μια φράση που πολλές φορές έχουμε ακούσει, «μην κλαις, φαίνεσαι αδύναμος». Έπειτα, μαθαίνουμε να μην κλαίμε, συσσωρεύονται μεγάλα ποσά αρνητικής ενέργειας μέσα μας, δημιουργείται υπέρμετρο άγχος που εκδηλώνεται αργά ή γρήγορα στο σώμα μας. Επειδή κάποτε δεν κλάψαμε, δεν εκφραστήκαμε, δεν ξεσπάσαμε. Και τώρα μεταφράζεται σαν πόνος στο στήθος, στο στομάχι, στο έντερο, οπουδήποτε. Μην κλαις. Αρκετά περιοριστικό, εφόσον αρχίζει με το απαγορευτικό «μην» και θέτει φραγμούς. Είναι κάτι όμως που μάθαμε να το ακούμε και πολύ πιθανόν να το λέμε, ειδικά σε μικρά αγόρια με το κλισέ κι απαράβατο «οι άντρες δεν κλαίνε»; Μήπως το «μην κλαις» είναι μια φράση την οποία κάναμε να ακούγεται κανονική ενώ δεν είναι;
Μην αγχώνεσαι! Κάτι σαν να το μην κλαις. Έχουν δίκιο όσοι το λένε, έστω κι αν το λένε όταν δεν έχουν κάτι άλλο να πουν. Διότι το άγχος ευθύνεται για όλα (ή μήπως φταίει το ότι κάποτε δεν κλάψαμε; Τροφή για σκέψη). Μα όσο εύστοχη κι αν ακούγεται αυτή η φράση, άλλο τόσο άστοχη είναι επίσης, γιατί είναι πέρα για πέρα περιοριστική. Γιατί όμως; Γιατί κανείς ζει μέσα από το άγχος του, το άγχος του είναι η πραγματικότητά του. Είναι ο δρόμος στον οποίον βαδίζει κάποιος αλλά ταυτόχρονα δεμένος χειροπόδαρα. Κι έρχεσαι εσύ να τον δέσεις ακόμα πιο σφιχτά, να κλείσεις το πορτάκι από το κλουβί που κάπως κατάφερε να το ανοίξει για να σου μιλήσει, αποδεικνύοντάς του πως δεν είσαι εκεί για εκείνον, επειδή λες τόσο αδιάφορα αυτή τη φράση, σαν να το θεωρείς τόσο εύκολο, σαν πασπαρτού που χρησιμοποιείς, όχι για να ανοίξεις κάθε πόρτα, μα για να τις κλείσεις όλες. Πόσο κανονικό, μα και πόσο περιοριστικό…
Δεν την είδες πώς ήταν ντυμένη; Τα ήθελε και τα έπαθε! Άλλες δυο κανονικοποιημένες φράσεις που πάνε πακέτο και που βολεύει να ακούγονται, όταν δεν υπάρχει διάθεση να διερευνηθεί εκ βαθέων ο πυρήνας του φαινομένου της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης. Φράσεις τις οποίες η σύγχρονη κοινωνία έχει καταστήσει κανονικές, παρ’ όλα αυτά, είναι περιοριστικές για μια γυναίκα που πρέπει να σκεφτεί εις διπλούν (εις τριπλούν κ. ο. κ.) τι θα φορέσει για να έχει εξασφαλισμένο το δικαίωμα της γενετήσιας ελευθερίας της. Ένα δικαίωμα με πολλές πιθανότητες να καταπατηθεί, τη στιγμή που η κοινωνία προκειμένου να κάνει οικονομία σκέψης (το αγαπημένο της!) βάζει σε δεύτερη μοίρα το δράστη, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα και τη σημασία της πρόληψης στο πλαίσιο της εκπαίδευσης για θέματα συμπεριφοράς. Α ξέχασα. Το μάθημα της Αγωγής του Πολίτη ανήκει στα δευτερεύοντα, έτσι; Και να ήταν μόνο αυτό! Φέρνει, λοιπόν, στο προσκήνιο το ρόλο του θύματος ότι υποκινεί το περιστατικό. Ότι υιοθετεί το ρόλο του δράστη με λίγα λόγια, ε; Πολύ καλό γι’ αληθινό, μα ακούγεται τόσο κανονικό…
Κάνε λίγη δίαιτα. «Λίγη. Μη φτάσεις και στα άκρα, τα άκρα δεν κάνουν καλό. Λίγη, μόνο δέκα κιλά χάσε και μετά θα είσαι εντάξει». «Μα εγώ νιώθω και τώρα εντάξει». «Μα, πώς είναι δυνατό να νιώθεις εντάξει, αφού είσαι έτσι;». Και μάντεψε, τα κατάφερες. Δε νιώθει πια εντάξει. Και πολύ πιθανόν να αργήσει να νιώσει, ακόμα κι αν χάσει αυτά τα δέκα κιλά. Λες και λύνει το πρόβλημα μια αριθμητική αφαίρεση, ίσα-ίσα μετά η επίλυση δυσχεραίνει γιατί ακολουθεί η πρόσθεση.
Μπορεί να προστίθενται ξανά τα κιλά, πολύ περισσότερο όμως προστίθενται η ανασφάλεια, η εμμονή, οι σκέψεις ανεπάρκειας, η έλλειψη ευχαρίστησης. Προστίθεται η ανάμνηση ότι κάποτε ένιωθε εντάξει και η έντονη επιθυμία να ξανανιώσει. Κι όλα αυτά λόγω μιας φράσης κανονικοποιημένης και περιοριστικής, καθώς περιόρισε την απόλαυση, την αναζήτηση της αρμονίας (στο όνομα του balance και των αντισταθμιστικών συμπεριφορών «φάε, αλλά μετά κάψε»), περιόρισε τη σκέψη κι από ευέλικτη την έκανε άκαμπτη και αδιάλλακτη. Απλά σταματήστε να τη λέτε. Θερμή παράκληση. Κι αν ο άλλος δε νιώθει εντάξει με αυτό που είναι, θα βρει τον τρόπο και θα νιώσει όπως ξέρει αυτός.
Το κανονικό είναι και λειτουργικό. Είναι πράγματι λειτουργικό να μπορεί κανείς να βγει έξω, να πάει στη δουλειά του, να κάνει όσα επιθυμεί εκτός των τεσσάρων τοίχων, χωρίς περιορισμούς. Το κανονικό προασπίζει την ελευθερία. Την υγιή έκφραση της ελευθερίας. Το κανονικό κάνει τη ζωή μας πιο εύκολη, αλλά παράλληλα δημιουργική. Μήπως να κάναμε μια αναθεώρηση σε όσα -ακόμα κι εν αγνοία μας- θεωρούμε κανονικά;
Μήπως εμείς είμαστε οι υπεύθυνοι της δικής μας εσωτερικής κανονικότητας, μήπως εμείς τη φτιάχνουμε με όσα λέμε κι εννοούμε; Ας προβληματιστούμε. Δε θα αφήσουμε ποτέ κανέναν να περιορίσει αυτήν την ικανότητά μας, έτσι;