“Το πνευματικό υπόβαθρο του Αγώνα του ’21 ήταν πρωτίστως η Ορθόδοξη πίστη”, υπογράμμισε ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ.κ. Μακάριος, κατά τη διάρκεια ομιλίας με θέμα την προσφορά της Εκκλησίας και του Ορθόδοξου Κλήρου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, την οποία εκφώνησε στο πλαίσιο επετειακής εκδήλωσης που διοργάνωσε την Πέμπτη, 13 Μαΐου, η Ενορία της Αγίας Αικατερίνης, στο Μάσκοτ του Σύδνεϋ.
Την εκδήλωση διάνθισε η Χορωδία της Χριστιανικής Ενώσεως Νέων Νέας Νοτίου Ουαλίας, τα μέλη της οποίας ερμήνευσαν άψογα πατριωτικά τραγούδια, αφιερωμένα στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Τον Σεβασμιώτατο υποδέχθηκε ο Ιερατικώς Προϊστάμενος της Ενορίας της Αγίας Αικατερίνης, π. Αθανάσιος Γιάτσιος, ενώ παρευρέθηκαν οι Θεοφιλ. Επίσκοποι Μιλητουπόλεως κ. Ιάκωβος, Κυανέων κ. Ελπίδιος και Σινώπης κ. Σιλουανός, οι Πανοσ. Αρχιμανδρίτες π. Πρόχορος Αναστασιάδης και π. Ευμένιος Βασιλόπουλος, ιερείς και λαϊκοί. Την εκδήλωση προλόγισε ο κ. Βρασίδας Καραλής, Καθηγητής Νεοελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Σύδνεϋ, ο οποίος μίλησε με θερμά λόγια για τον Αρχιεπίσκοπο, για τη δημιουργική ποιμαντορία του και για το πνεύμα ενότητας που έχει εμφυσήσει στην τοπική Εκκλησία.
Στο κυρίως μέρος της ομιλίας του, ο Σεβασμιώτατος παρουσίασε πτυχές της συμβολής της Εκκλησίας και του Κλήρου στη διατήρηση των ιδανικών της Πίστεως και του Γένους κατά τη σκοτεινή περίοδο που οι Έλληνες υπέφεραν υπό τον τουρκικό ζυγό. “Η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν αυτή, που όχι χωρίς αγώνες, όχι χωρίς θυσίες και αίμα, κράτησε αναμμένη τη φλόγα της πίστεως και διαφύλαξε την εθνική συνείδηση των Ελλήνων, καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας”, τόνισε εισαγωγικά.
.
Ανατρέχοντας στα δύσκολα και ζοφερά χρόνια που ακολούθησαν της πτώσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, περιέγραψε καταρχάς τον εθναρχικό ρόλο που διαδραμάτισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, σημειώνοντας μεταξύ άλλων πως οι Πατριάρχες εκείνης της περιόδου, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, είχαν γίνει αποδέκτες της οργής της οθωμανικής διοίκησης, υφιστάμενοι από εκθρονίσεις και εξορίες μέχρι φρικτά βασανιστήρια και μαρτυρικούς θανάτους. Ανάλογα ήταν δεινά που υπέστη πλειάδα Αρχιερέων και κατώτερων κληρικών, οι οποίοι έχυσαν το αίμα τους για την πίστη και την πατρίδα, πριν ακόμα ξεκινήσει η Επανάσταση.
Ο Αρχιεπίσκοπος έκανε ακόμη ειδική μνεία στη αυτοθυσία του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’, ενώ στη συνέχεια παρουσίασε εκτενώς την καθοριστική συμβολή της Εκκλησίας στη διατήρηση της ταυτότητας των Ελλήνων δια της μέριμνάς της για την παιδεία. “Από τα πρώτα χρόνια που το σκοτάδι της υποδούλωσης κυρίεψε τη Βασιλεύουσα και τις λοιπές χριστιανικές επαρχίες”, τόνισε ο Σεβασμιώτατος, “η Εκκλησία πάσχισε να διατηρήσει αναμμένο το φως των ελληνικών γραμμάτων και να ανακόψει τον πνευματικό μαρασμό”. Επισήμανε δε ότι στον αγώνα αυτό, που εξελισσόταν άλλοτε φανερά και άλλοτε κρυφά, στην πρώτη γραμμή βρέθηκαν οι κληρικοί και οι μοναχοί. Υπενθύμισε, μάλιστα, ότι “ο κλήρος υπήρξεν καί ο οδηγός του Έθνους καί το στήριγμά του”, όπως είχε γράψει ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος, ενώ μνημόνευσε και τα λόγια του Γέρου του Μοριά, ότι ο Κλήρος “εφύλαξε τα γράμματα και την γλώσσαν’.
Επιπλέον, ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε στα μοναστήρια που λειτούργησαν ως πνευματικά κέντρα και καταφύγια για τον δοκιμαζόμενο λαό την περίοδο της Τουρκοκρατίας, καθώς επίσης στους νεομάρτυρες που με τη θυσία τους ενίσχυσαν το φρόνημα των Ελλήνων, ενώ μια ενότητα της ομιλίας του την αφιέρωσε ειδικά στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, ο οποίος διακρίθηκε για το ιεραποστολικό του έργο στο υπόδουλο έθνος. Κλείνοντας, υπογράμμισε ότι “η συμπορεία Ορθοδοξίας – Ελληνισμού στο διάβα των αιώνων έχει εγγραφεί πλέον στη συλλογική συνείδηση του λαού μας”, για να απευθύνει την παρότρυνση: “Να διατηρήσουμε αυτή τη συνείδηση αναλλοίωτη, να μην επιτρέψουμε να ξεθωριάσει στις νεότερες γενιές. Να μην επιτρέψουμε στα παιδιά και τα εγγόνια μας να ξεχάσουν ότι στις φλέβες μας κυλάει αίμα μαρτύρων υπέρ της Πίστεως και ηρώων υπέρ της Πατρίδος”.