Αναζωπυρώνεται το επενδυτικό ενδιαφέρον από το εξωτερικό για την ελληνική κτηματαγορά, με στελέχη της αγοράς να αναμένουν μια νέα έκρηξη ζήτησης τους επόμενους μήνες, ιδίως από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 και μετά, εφόσον ασφαλώς προχωρήσει με ταχύτερο ρυθμό και το πρόγραμμα των εμβολιασμών, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Αλλωστε, ακόμα και το 2020 και παρά το σοκ της πανδημίας στην οικονομία, η ελληνική αγορά ακινήτων προσείλκυσε ξένες επενδύσεις ύψους 875 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), το εν λόγω μέγεθος είναι μεν χαμηλότερο κατά 39,6% σε σχέση με το 2019, ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι τότε είχε εισρεύσει στη χώρα 1,45 δισ. ευρώ από ξένους επενδυτές, αποτελώντας ιστορικό υψηλό. Συγκριτικά δε με το 2017, η επίδοση του 2020 ξεπέρασε εκείνη του 2017 (415 εκατ. ευρώ) κατά 110%, δείγμα του ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει στο ραντάρ των ξένων επενδυτικών κεφαλαίων και ιδιωτών επενδυτών, όπως για παράδειγμα τα family offices, δηλαδή γραφεία τα οποία διαχειρίζονται κεφάλαια για λογαριασμό εύπορων οικογενειών ή άλλων μικροεπενδυτών.
Στελέχη της κτηματαγοράς αναφέρουν ότι η θετική δημοσιότητα της Ελλάδας, τόσο σε σχέση με τη διαχείριση της πανδημίας (συγκριτικά με άλλες χώρες) όσο και σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν προωθηθεί για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, έχει φέρει τη χώρα στο επίκεντρο των προτιμήσεων πολλών ξένων επενδυτών. Αντίστοιχα, θετικό είναι το γεγονός ότι οι τιμές πώλησης κατοικιών παραμένουν σε επίπεδο 25% χαμηλότερα σε σχέση με το απόγειο της αγοράς το 2007. Εκτιμούν λοιπόν ότι εξακολουθούν να υπάρχουν επενδυτικές ευκαιρίες, ιδίως από τη στιγμή που η δεξαμενή υποψήφιων αγοραστών κατοικίας συνεχώς διευρύνεται, τόσο με ανθρώπους από το εξωτερικό όσο και από Ελληνες.
Υπενθυμίζεται ότι πέραν της πρόσφατης ρύθμισης για την εγκατάσταση των ίδιων των family offices στην Ελλάδα, στο «οπλοστάσιο» της χώρας έχουν προστεθεί το τελευταίο 12μηνο φορολογικά και οικονομικά κίνητρα για τη μεταφορά της φορολογικής έδρας συνταξιούχων από άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως επίσης και για τους «μη κατοίκους» (non-dom), με τη σχετική ρύθμιση να προωθεί την προσέλκυση πολυεκατομμυριούχων επενδυτών, που αναζητούν χώρες για τη μεταφορά μέρους του πλούτου τους.
Οπως αναφέρει στην «Κ» ο κ. Τζαντ Αμπί Μανσούρ, διευθύνων σύμβουλος της διεθνούς εταιρείας ακινήτων JP & Partners, «πολλοί πελάτες μας, ιδίως από χώρες της Μέσης Ανατολής, αναζητούν τρόπους διαφυγής και μάλιστα άμεσα, αξιοποιώντας τα επενδυτικά εργαλεία που προσφέρουν χώρες όπως η Ελλάδα. Παρά την πανδημία, διαπιστώνουμε ότι η ζήτηση για ελληνικά ακίνητα είναι ακόμη υψηλότερη τους τελευταίους μήνες».
Η JP & Partners λειτουργεί στην Ελλάδα από το 2017 και συνεργάζεται με μεσιτικά γραφεία για την προώθηση πολυτελών ακινήτων (κατοικίες, ξενοδοχεία, γραφεία, καταστήματα, ακόμα και οικόπεδα κατάλληλα για επενδύσεις) σε πελάτες της στο εξωτερικό. «Οι περισσότεροι πελάτες μας διαθέτουν προϋπολογισμό που ξεπερνά τις 500.000 ευρώ. Μάλιστα, πλέον διαπιστώνουμε ότι κατά κανόνα μας προσεγγίζουν ομάδες επενδυτών (π.χ. επαγγελματικοί συνεργάτες/συνεταίροι ή εύπορες οικογένειες) που έχουν συγκεντρώσει συνολικά κεφάλαια της τάξεως των 5-6 εκατ. ευρώ και αναζητούν τρόπους να τα επενδύσουν στην ελληνική αγορά ακινήτων», σημειώνει ο κ. Μανσούρ. Η JP & Partners διαθέτει γραφεία και συνεργάτες σε χώρες όπως η Κίνα (Σαγκάη), ο Λίβανος (Βηρυτός), το Ιράν (Τεχεράνη), το Κατάρ (Ντόχα), η Αίγυπτος (Κάιρο), η Πολωνία (Βαρσοβία), το Ντουμπάι, η Γερμανία (Μόναχο), ακόμη και η Λιθουανία (Βίλνιους).
Σύμφωνα με τον ίδιο, εκτός από την παραπάνω κατηγορία επενδυτών, εσχάτως έχει εκδηλωθεί το ενδιαφέρον και για πολύ μεγαλύτερες επενδύσεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον κ. Μανσούρ «βρισκόμαστε σε επαφές και συζητήσεις με ενδιαφερόμενους επενδυτές από χώρες όπως ο Λίβανος, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ακόμα και το Μεξικό, που σχεδιάζουν να τοποθετήσουν κεφάλαια για την ανάπτυξη συγκροτημάτων κατοικιών σε περιοχές πέριξ του κέντρου της Αθήνας (κυρίως προς τα νότια προάστια) και σε κάποια επιλεγμένα νησιά. Ανάλογα με την προσφορά γης/ακινήτων, θα εξαρτηθεί και η τελική μορφή που θα λάβουν οι επενδύσεις αυτές, αν δηλαδή θα αναπτυχθεί ένα μεγάλο έργο της τάξεως των 50 ή ακόμα κι 100 εκατ. ευρώ ή αν θα γίνουν δεκάδες μικρότερες επενδύσεις, των δύο – τριών εκατ. ευρώ εκάστη». Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκονται περιοχές όπως η Καλλιθέα στο τμήμα που βρίσκεται κοντά στο Πάρκο Σταύρος Νιάρχος ή πλησίον του Ελληνικού.
Επίσης, όπως σημειώνει ο κ. Μανσούρ, διαπιστώνεται σημαντικό ενδιαφέρον και από ξένες εταιρείες ανάπτυξης ακινήτων από τη Μέση Ανατολή, που σχεδιάζουν να αποχωρήσουν από τις χώρες τους λόγω ζητημάτων ασφαλείας και να δραστηριοποιηθούν σε άλλες αγορές. Οι εταιρείες αυτές στοχεύουν κυρίως στο εγχώριο αγοραστικό κοινό κι ενδεχομένως και σε ορισμένους ξένους αγοραστές, ανάλογα με την περιοχή. Ωστόσο, δεν πρόκειται να κινηθούν σε πολύ ακριβές κατασκευές, καθώς στόχος τους είναι να αναπτύξουν κατοικίες κόστους 2.200-2.500 ευρώ/τ.μ., που κρίνεται ως ένα προσιτό κόστος, με δεδομένο ότι η αγορά και ανακαίνιση ενός μεταχειρισμένου διαμερίσματος στοιχίζει περί τα 1.800 ευρώ/τ.μ. κατά μέσον όρο.
Με δεδομένο ότι το κόστος επένδυσης στην Ελλάδα είναι χαμηλότερο συγκριτικά με άλλα κράτη της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης, η χώρα μας κρίνεται ως μία εκ των βασικών επιλογών. Μάλιστα, σύμφωνα με τον κ. Μανσούρ, «η Ελλάδα προσφέρει και συγκριτικά πλεονεκτήματα, σε σχέση με άλλους εναλλακτικούς προορισμούς αυτών των εταιρειών, όπως η Βουλγαρία, η Τουρκία και η Γεωργία. Τέτοια πλεονεκτήματα είναι π.χ. η ποιότητα ζωής, η ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων λόγω του ότι βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Ενωση και η ασφάλεια».
Πηγή: Καθημερινή