«Υπάρχει άσχημο… Φως;!;» θα απαντούσα ερωτηματικά, αλλά προφανώς υπαινισσόμενος… ότι, σαφώς και ΔΕΝ υπάρχει! Γιατί, το Φως… και, μάλιστα, το ΦΩΣ του Χριστού -το Άκτιστο κι’ Ανέσπερο- που αντανακλάται σαν ήλιος από τα φωτοστεφή πρόσωπα των Αγίων, είναι η πραγματική Ομορφιά…!
Το υπέρλαμπρο Κάλλος του Θεϊκού Φωτός, που βγαίνει μέσα από τις ψυχές των Αγίων και δοξάζει θεοπρεπώς, ως φωτοστέφανο, τα πρόσωπά τους… είναι ένα Φως αντισυμβατικό και υπερκόσμιο! Ένα Φως… με διαστάσεις οντολογικές και υπαρξιακά χαρακτηριστικά αϊδιότητος κι’ ανέσπερης ωραιότητος…! Άρα, η ομορφιά που γεννιέται όταν αυτό ‘πυρακτώσει’ -όπως η φωτιά το μέταλλο- τα πρόσωπα των Αγίων με τα οποία ενώνεται… είναι αδύνατο ν’ αντιπαραβληθεί -συγκριτικά- προς την συμβατική και παρακμάζουσα φυσιογνωμική ‘καλλονή’ εκείνων, που διακρίνονται κι’ επαίρονται γι’ αυτήν… εδώ, στον εφήμερο κόσμο!
Ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ, στην συνομιλία που είχε με τον Μοτοβίλωφ, όταν ο τελευταίος τον επισκέφτηκε στο Ερημητήριό του στα δάση του Σαρώφ, προσευχήθηκε στον Χριστό να αξιώσει το πνευματικό του παιδί, να δει με τα μάτια του το ΦΩΣ του Αγίου Πνεύματος! Περιγράφει ο Μοτοβίλωφ αυτές τις στιγμές, αντίκρυ στον Άγιο: «…Φαντασθείτε τον ήλιο στην πιό δυνατή λάμψη της μεσημβρινής ακτινοβολίας του, και στο κέντρο του ήλιου να βλέπετε το πρόσωπο του ανθρώπου με τον οποίο συνομιλείτε… Βλέπετε τις κινήσεις των χειλιών του, την έκφραση των ματιών του, ακούτε την φωνή του, αισθάνεστε τα χέρια του απλωμένα γύρω από τους ώμους σας, αλλά δεν βλέπετε ούτε το χέρι του, ούτε το σχήμα του, ούτε τον ίδιο τον εαυτό σας. Δεν βλέπετε παρά μόνο το εκτυφλωτικό φως του Αγίου που απλώνεται παντού τριγύρω σας…»!
Το ‘μέτρο’ ομορφιάς στην αιώνια ζωή, στην υπερκόσμια Βασιλεία του Θεού… είναι το ΦΩΣ του Χριστού που ενσωμάτωσαν (με την Χάρη του Θεού) επάνω τους οι ψυχές των ανθρώπων, με τον φιλότιμο και φιλόπονο αγώνα τους για πρόσκτηση των Θεοειδών αρετών! Ενώ το ‘μέτρο’ ασχημίας στην υπερκόσμια διάσταση… είναι το ΣΚΟΤΟΣ του Σατανά που ενσωμάτωσαν (με την ‘χάρη’ των δαιμόνων) επάνω τους εκείνες οι ψυχές, οι οποίες ‘καλλιέργησαν’ με την ραθυμία κι’ αδιαφορία τους, όταν ζούσαν στον παρόντα κόσμο, τα δαιμονιώδη και ψυχοκτόνα πάθη…!
Οι άνθρωποι, γενικά, ‘φιλοξενούμε’ μέσα μας, εν μέσω πολλών άλλων ψυχικών παθήσεων, και κάποιες ‘παιδικές ασθένειες’ της πνευματικής ζωής, που είναι απόρροια της μεταπτωτικής μας παθολογίας. Πάθη, όπως η κενο-δοξία.. η ματαιο-δοξία… η αυτ-αρέσκεια (ν’ αρέσουμε στον εαυτό μας…), κι’ η ανθρωπ-αρέσκεια (ν’ αρέσουμε στους άλλους ανθρώπους), είναι άκρως μισητά και βδελυκτά από τον Θεό, και μας χωρίζουν -προσωρινά ή αιώνια- από τον Χριστό: «Πώς δύνασθε υμείς πιστεύσαι, δόξαν παρ’ αλλήλων λαμβάνοντες, και την δόξαν την παρά του μόνου Θεού ου ζητείτε…;» (Ιωαν. 5, 44).
Η διάρκεια του χωρισμού αυτού εκτείνεται μέχρι… να (αν) αντιληφθούμε ότι γίναμε «επίχαρμα δαιμόνων» και πεισμώσουμε… και μετανοήσουμε… και, με την βοήθεια του Θεού, αλλάξουμε πορεία. Η ‘ασκητική διαχείριση’ του κεφαλαίου των αισθήσεων και της ψυχο/σωματικής υπόστασής μας, μπορεί να βοηθήσει υπερβολικά τις ψυχές μας στην διαμόρφωση ενός τρόπου ζωής τέτοιου, που κι’ εμάς αναπαύει και χαροποιεί… και τον Θεό μας ευαρεστεί και καλοκαρδίζει, ώστε να μπορούμε πάντοτε αδιακώλυτα να Τον κοινωνούμε…!
Στην Πνευματική εν Χριστώ ζωή, διαχειριζόμαστε όλα τα ‘κεφάλαια’ της ύπαρξής μας κατά τρόπο που να ‘πλειοδοτούμε’ στον εσώτερο πλουτισμό μας, με την απόκρυφη καλλιέργεια των Θεοειδών αρετών που παραμένουν αιώνια, ενώ ‘μειοδοτούμε’ στην εξωτερική μας ‘περιουσία’ των εμφανών ταλάντων και χαρίτων που παρακμάζουν και χάνονται σύντομα, μαζί με τα νειάτα! Ένα από τα εξωτερικά ‘κεφάλαια προς διαχείριση’ είναι και η φυσιογνωμική μας εικόνα.
Αν έχουμε -τυχόν- προικιστεί από τον Πλάστη με εξωτερική ‘συμμετρία’ και σχετική τελειότητα… πρέπει, κατ’ ανάγκη, να την διαχειριστούμε ταπεινά και με ασκητική διαγωγή, για να μην αφήσουμε περιθώρια… εκμετάλλευσής της από τον διάβολο! Ενώ, αν έχουμε -τυχόν- προικιστεί, αντίθετα, με κάποια ‘ασυμμετρία’ ή σχετική μετριότητα… πρέπει να την διαχειριστούμε με πίστη στον Χριστό που μας την εμπιστεύτηκε ως… Άθλημα Υπομονής, που παράγει Αγιότητα κι’ Αγνότητα, δηλ. Φως… και Θεομέθεξη! Έτσι, γλυτώνουμε από τις παγίδες του ανθρωποκτόνου Σατανά: την θεομίσητη υπερηφάνεια (για την φυσική μας ωραιότητα…) και την θλίψη (για την φυσική μας μετριότητα…)!
Ο καρδιογνώστης Θεός ‘κοιτάζοντας’ προς τους ανθρώπους, εστιάζει την προσοχή Του -αποκλειστικά- στην εσώτερη Ομορφιά (των Αρετών…), ενώ βδελύσσεται κι’ αποστρέφεται τελείως την εσώτερη Ασχημία (των παθών…)! Αυτή η ‘συμπεριφορά’ του Θεού διαμορφώνει στη συνείδηση εκείνων που Τον λατρεύουν, το ‘κριτήριο’ με το οποίο διαχειρίζονται -για την αγάπη Του- τα κεφάλαια της επίγειας ζωή τους και της ψυχο/σωματικής ‘προίκας’ με την οποία προικίστηκαν απ’ Αυτόν. Δύο αντιπροσωπευτικά υποδείγματα τέτοιας εμπνευσμένης ‘διαχείρισης’ σωματικής προίκας (φυσιογνωμικής ομορφιάς κι’ ασχήμιας…) αποτελούν οι Άγιοι Μεγαλομάρτυρες: Κυριακή και Χριστοφόρος.
Η Αγία Μεγαλομάρτυς Κυριακή (+282 μ.Χ.) υπήρξε, κατά τους βιογράφους της, ‘Χάρμα οφθαλμών’ δηλ. θέαμα ασυνήθιστης φυσιογνωμικής ομορφιάς… αλλ’ έχοντας Θεο-στρεφή προσανατολισμό κι’ έφεση… υπέβαλε την σωματική της ωραιότητα σε άσκηση σκληρή και ‘καταμαραντική’ του κάλλους της: «Τα κάλλη τα εκτός καταμαράνασα, την ένδον υπέδειξας ευκοσμίαν, τω γινώσκοντι τα κρύφια… διά τούτο σε, Μάρτυς, ενυμφεύσατο!» (Ασματικός κανόνας της Αγίας Παρθενομάρτυρος Κυριακής, Ωδή γ΄.) Δηλαδή: Αφού καταμάρανες, ω Παρθενομάρτυρα, την εξωτερική σου ομορφιά με την νηστεία και την κακουχία… αποκάλυψες σε Εκείνον που γνωρίζει τα απόκρυφα, την εσωτερική σου ωραιότητα… γι’ αυτό και σε έκανε δική Του Νύμφη άφθορη…!
Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος (+251 μ.Χ), αντίστοιχα, υπήρξε μια φυσιογνωμία… ασυνήθιστα τερατώδους ασχημίας, καθώς και υπεράνθρωπης μυϊκής δύναμης, εμπνέοντας σε όλους, όσοι βρίσκονταν εμπρός του, τον τρόμο και την αποστροφή!… Όμως, ύστερα από την μεταστροφή του στον Χριστό και την αφιέρωση της ψυχής του στην Εσταυρωμένη Αγάπη, το πρώην δύσμορφο ‘τέρας’ μεταμορφώθηκε, από την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, σε ένα ηλιόμορφο και γλυκοθώρητο πλάσμα… : «Δυσμορφίαν του σώματος, ενεργείαις του Πνεύματος, ο Χριστός εκάλλυνε, θεοδόξαστε! Και των βροτών ωραιότατος εφάνης…» (Από την ιερή ασματική ακολουθία του Αγίου Χριστοφόρου).
Υπήρξε κάποτε -θυμάμαι- στην τηλεόραση μια ‘ευφυέστατη’ εμπορική διαφήμιση επώνυμων οπτικών, που ξεκινούσε ρωτώντας τους τηλεθεατές: «Εσείς, φοράτε γυαλιά για να βλέπετε ή για να… σας βλέπουν;»! Το ερώτημα αυτό, όπως και όλη η διαφημιστική παρουσίαση, υπαινίσσετο κάτι… άλλο από την βελτίωση της όρασης, με τους ενδεδειγμένους φακούς που θα έμπαιναν στον οπτικό σκελετό. Υποσχόταν… βελτίωση της ‘εικόνας’ του ανθρώπου, που θα ‘έβγαινε’ προς τα έξω από την χρήση ενός μοντέρνου κι’ ακριβού σκελετού! Παρέπεμπε δε, σε πολυτελή προϊόντα Οπτικής τεχνολογίας που φτιάχνονται, όχι τόσο για να υπηρετούν τις πρακτικές ανάγκες της πάσχουσας όρασης… όσο για να ‘κολακεύουν’ τα πρόσωπα των διοπτροφόρων καταναλωτών!
Η αθεράπευτη έξη των ανθρώπων -ανδρών και γυναικών- να στέκονται μπροστά στον ‘μαγικό καθρέφτη’ [1] ‘ρωτώντας’ τον αν είναι… ωραίοι/ες, κι’ αναλώνοντας τον πολύτιμο χρόνο τους για να βελτιώσουν την ‘εικόνα’ τους προς τα έξω, επιδιώκοντας ‘να αρέσουν στους ανθρώπους’ [2] ώστε να μην ‘περνούν απαρατήρητοι’, όλο αυτό… εμπίπτει προφανώς στην ‘ναρκισιστική’ παθολογία της ανθρώπινης ψυχής! Υπηρετεί δε, κάτι περισσότερο… από την απλή ‘αξιοπρέπεια’ που επικαλούνται συνήθως ως ‘άλλοθι’ οι ανθρωπάρεσκοι! Υπηρετεί μάλλον την… βαθύπλουτη «βιομηχανία της ομορφιάς» με την οποία είναι, δυστυχώς, ‘συμβεβλημένα’ τα πάθη μας, και η οποία έχει εδραιώσει πια την απόλυτη κυριαρχία και ‘αναγκαιότητά’ της στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Όμως, εδώ… ελλοχεύει ένας μέγας πνευματικός κίνδυνος: κάθε επιτήδευσή μας να χτίσουμε, κατ’ επίφαση, μια φαινομενική ‘τέλεια εικόνα’ μας προς τα έξω, πιο φανταχτερή, εντυπωσιακή και θελκτική… από τις ‘εικόνες’ των άλλων γύρω μας, ώστε να μην περνάμε απαρατήρητοι από τα βλέμματα των άλλων, αλλ’ αντίθετα να «μπαίνουμε στο μάτι τους» δηλ. να προκαλούμε επίτηδες τον θαυμασμό τους… ‘μπαίνουμε’ -χωρίς να το αντιληφθούμε- στο στόχαστρο των δαιμόνων! Γιατί, κάθε επιτηδευμένη διαφοροποίησή μας από τους άλλους, προκαλεί εναντίον μας την ΒΑΣΚΑΝΗ [3] κακουργία των δαιμόνων, μέσω του ανθρώπινου θαυμασμού… που οι ίδιοι εμείς σπεύδουμε να προκαλέσουμε! [4]
Θέλουμε να φαινόμαστε κατ’ επίφαση ‘καλύτεροι’ και ‘διαφορετικώτεροι’ απ’ τους άλλους; Δηλ. πιο ακριβά ντυμένοι/υποδημένοι… πιο φανταχτερά στολισμένοι/μακιγιαρισμένοι… πιο παράξενα χτενισμένοι… πιο προκλητικά μοσχομυρισμένοι… πιο ιδιόρυθμα ‘έξυπνοι’… πιο εκκεντρικά συμπεριφορικοί…;! Ε, τότε θα πρέπει να συμβιβαστούμε με την ‘ιδέα’ μιας βέβαιης προοπτικής: ότι, θα… επισύρουμε πάνω μας, μέσω της βασκανίας, την άγρια λύσσα των δαιμόνων, και θα γίνεται η ίδια η ζωή μας κόλαση… [5] μέχρι να (αν) επιδιώξουμε να λυθεί η κατάρα με την οποία έχουμε δεθεί, από ειδικές Ευχές που θα μας διαβάσει φορώντας Πετραχήλι (το σύμβολο της Πνευματικής εξουσίας που του έχει δοθεί από τον Θεό) ένας Ιερέας-Πνευματικός!
Εμείς οι ατελείς άνθρωποι, οι εμπαθείς κι’ εσκοτισμένοι… δεν είμαστε φως· είμαστε νοσταλγοί του Φωτός… αλλά μπορούμε -αν θελήσουμε- να γίνουμε και μέτοχοι του Φωτός του Χριστού! Επειδή δε, μόνο «Πας ο φαύλα πράσσων ουκ έρχεται προς το Φως… ίνα μη ελεγχθεί τα έργα αυτού» (Ιωάν. 3, 20), είναι ανάγκη να αποστραφούμε την… φαυλότητά μας, ώστε να ελκυσθούμε προς το Φως, αφήνοντάς το να εισδύσει βαθιά μέσα μας και να μας ‘πυρακτώσει’ όπως η φωτιά ‘πυρπολεί’ το μέταλλο… μεταμορφώνοντάς το σε Φως πυρφόρο…!
Ένας ΚΑΚΟγηρος…
από το Άγιο Βουνό των ΚΑΛΟγήρων.
Υστερόγραφο:
Κάθε φορά που συμβαίνει να γίνεται λόγος για ‘ασχήμια’ κι’ ‘ομορφιά’ (απ’ τη φυσιογνωμική-συμβατική και πρόσκαιρη τοιαύτη… μέχρι και την πνευματική-αντισυμβατική κι’ αιώνια…) έρχεται στην μνήμη μου ένα συναπάντημα που είχα κάποτε, μ’ ένα παιδί: εξωτερικά μεν τερατόμορφο… αλλ’ ‘ενδοφωτισμένο’ από μια πανέμορφη ταπεινότητα που το έκανε συμπαθέστατο, και η οποία παραπέμπει σε ένα ΦΩΣ… πέραν του ηλιακού ή του ηλεκτρικού, αλλά ταυτόχρονα θυμίζει κι’ ένα ‘άλλο’ υπαρκτό ΣΚΟΤΟΣ… πέραν του νυχτερινού και αβυσσαίου!…
Εκείνη την Λαμπρο-εσπέρα (ήταν Πάσχα, Εβδομάδα Διακαινήσιμος) μετά την ακολουθία του Αποδείπνου, είχα βγει από την πύλη της Μονής για ένα έκτακτο διακόνημα… κι’ επέστρεφα στο κελλί μου, εν όψει της νυχτερινής ησυχίας και της προσευχητικής αγρυπνίας μου. Εισερχόμενος στον προαύλιο χώρο της Μονής και βαίνοντας προς την Νότια πτέρυγα των Μοναχικών κελλιών, χωρίς να στρέψω το βλέμμα μου, είχα σαφή αντίληψη (με την λεγόμενη ‘περιφερειακή’ όραση) ότι στ’ αριστερά μου υπήρχε κάποιος νεαρός επισκέπτης, καθήμενος στο πέτρινο πεζούλι… και, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος, ένοιωσα την παρώθηση να τον πλησιάσω.
Ήταν ένα ‘φοβισμένο ζωάκι’ (…) μαζεμένο σαν κουβάρι πάνω στο πεζούλι του Ναού, με… ένα και μοναδικό ματάκι, επάνω σε ένα πρόσωπο ‘βγαλμένο’ σαν από εργαστήρι ανατομίας του Δόκτορος Φραγκεστάϊν! Μια απερίγραπτη φυσιογνωμική δυσμορφία, μπροστά στην οποία… ο Κουασιμώδος της Παναγίας των Παρισίων θα έμοιαζε, οπωσδήποτε, κούκλος!… Όμως, πίσω απ’ εκείνο το αποτρόπαιο θέαμα… διέκρινα ένα αθώο πλάσμα γεμάτο πληγωμένα συναισθήματα, βυθισμένο μέσα σε αδιέξοδη μοναξιά και θλίψη, να κοιτάζει συνεσταλμένα αυτούς (περνούσαν κάποιοι από μπροστά του, κρυφο-χαζογελώντας…) που το περιεργάζονταν με περιφρόνηση… ‘φτύνοντάς’ με το ειρωνικό τους βλέμμα!…
Ένοιωσα έντονη παρώθηση να πλησιάσω τον ‘σημαδεμένο’ νεαρό. Φτάνοντας μπροστά του, έδωσα το χέρι μου για χειραψία… κοιτώντας τον ευθυτενώς στο ένα και μοναδικό του μάτι… και λέγοντας με συμπάθεια «Γεια – χαρά σου, παληκάρι! Πώς σε λένε…;». Με κοίταζε διερευνητικά μέσα στα μάτια χωρίς να μιλάει, και μετά άρχισε να ψιθυρίζει με φωνή ραγισμένη, ‘καρφώνοντάς’ με συνεχώς με το μοναδικό ματάκι του: «Πάτερ, σε ευχαριστώ… που, όση ώρα μιλάς, με κοιτάζεις κατάματα… χωρίς να επιτρέπεις στα μάτια σου να περιεργαστούν την τερατώδη μου ασχήμια! Δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό από τότε που… έγινα φρικιό! Γιατί, Πάτερ, κάποτε ήμουν όμορφος… δεν ήμουν πάντα το τέρας που τώρα βλέπεις!…».
Εκείνη την στιγμή ήθελα να ξεσπάσω σε λυγμούς, αλλά συγκρατήθηκα. Του χάϊδεψα το κακοποιημένο κεφαλάκι… λέγοντάς του ό,τι αισθανόμουν: «Γιαννάκη μου (είχε ήδη συστηθεί), εγώ κοιτάζοντάς σε… βλέπω στο βλέμμα σου μόνο φως… ένα χλωμό από λύπη φως… αλλά, πάντως, φως… σε μια καρδιά γεμάτη καλωσύνη και ευγένεια…! Αλήθεια σου λέω, παληκάρι μου, δεν βλέπω πουθενά μέσα σου ασχήμια… Μόνο η έξω ομορφιά σου είναι κακοποιημένη… εκείνη που παρακμάζει ούτως ή άλλως, κι’ απανθίζει σύντομα…»! ⁃ «Πάτερ, θέλεις να σου πω τί συνέβη… κι’ έγινα το ‘τέρας’ που βλέπεις;!» – «Ναι, θέλω… τί έγινε, Γιαννάκη; Πές μου…»
«Πάτερ, είμαι από ένα ψαροχώρι της Χαλκιδικής… Ο μεγαλύτερος γιος μιας χήρας μάννας με εφτά μικρά αδέλφια, να ζούμε όλοι -στερημένοι κι’ από το σκέτο ψωμί- σε μια τρώγλη που από παντού έμπαζε. Πήγα στρατιώτης και μ’ έτρωγε η θλίψη που δεν μπορούσα να δουλέψω, να βοηθήσω λίγο την δόλια μάννα μου και τ’ αδέλφια μου. Κι’ εκεί, πάνω στη σκοπιά… μου ‘στριψε, πάτερ, απ’ την απελπισία… κι’ έβαλα το όπλο κάτω απ’ το σαγόνι και πάτησα την σκανδάλη, κι’ η σφαίρα ‘μου τα πήρε’ όλα: πηγούνι… μύτη… μάτι… μέτωπο… κι’ έγινα το τέρας που βλέπεις!».
Είχε ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει κι’ ήμουν, επιπλέον, κατάκοπος… αλλ’ έσφιξα το ζωνάρι μου και ‘τεντώθηκα’ στα όρια της αντοχής μου! – «Θέλεις να πάμε να τα πούμε μέσα στο Εξομολογητήριο…;» τον ρώτησα και είπε ναι, ακαθυστέρητα. Μπήκαμε στο Εξομολογητήριο, φόρεσα το Πετραχήλι, έβαλα «Ευλογητός ο Θεός… Βασιλεύ Ουράνιε…» και καθήσαμε κοντά, ο ένας απέναντι στον άλλον. Του μίλησα για τον εφήμερο βίο που ζούμε εδώ στη γη… και για την ατελεύτητη ΖΩΗ που μας περιμένει εκεί, στην αντίπερα όχθη της ύπαρξης. Του είπα ότι, αν ζήσουμε εδώ… όπως θέλει ο καλός μας Κύριος, δηλαδή ταπεινά κι’ ενάρετα, τηρώντας τις Σωτήριες Εντολές Του, η ψυχή μας θα εισέλθει στο ΦΩΣ της Βασιλείας Του…!
Άκουγε με κομμένη ανάσα… κι’ όταν προσέθεσα ότι, αυτή η δυσμορφία που προκλήθηκε από την αυτοκτονική του απόπειρα, αν ζήσει ταπεινά κι’ εν μετανοία σε αυτό τον κόσμο, θα… λήξει την στιγμή της εξόδου του από τον πρόσκαιρο βίο / δηλ. την στιγμή της εισόδου του στην αιώνια ζωή! Και ότι, στην Βασιλεία του Θεού, θα ξαναγίνει ωραίος… αν φροντίσει να ενσωματώσει στην ψυχή του το ΦΩΣ της Θεϊκής Ομορφιάς…! – «Αλήθεια λες, πάτερ, θα ξαναγίνω όμορφος…;!» – «Ναι, Γιαννάκη, εκεί… τότε… θα γίνεις πολύ ωραιότερος απ’ ό,τι ήσουν πριν η σφαίρα σε ασχημίσει, θα γίνεις πανέμορφο Φως… όπως όλοι, όσοι μετανόησαν/μετανοούν… κι’ έζησαν/ζουν στην γη σύμφωνα με τις Άγιες Εντολές του Χριστού μας…!».
Την άλλη μέρα που τον αποχαιρετούσα, καθώς ασπαζόταν το χέρι του παπά (υπογραφομένου), μου ψιθύρισε στο αυτί: «Πάτερ, όταν κάποτε θα γίνω Φως… εκεί στον Ουρανό, θα ήθελα να ανταμώσουμε, για να με καμαρώσεις όμορφο…»!!!
————————-
[1] Κάπου στα βάθη της ψυχής μας υπάρχει ένα ‘κάτοπτρο’ θολό… ένα ‘πρίσμα’ παραμορφωτικό… ένας ‘μαγικός καθρέπτης’ που τον ρωτάμε αν είμαστε ωραίοι…, και μέσα στον οποίο ‘καθρεφτιζόμαστε’ όπως ο Νάρκισσος στα νερά της λίμνης, που έβλεπε το είδωλό του να φαντάζει… αξιολάτρευτο και… ‘ερωτεύσιμο’ από τον ίδιο! Κι’ όπως ο Σίμπα, το αδύναμο λιονταράκι της Ντίσνεϋ, καθρεφτιζόταν στα λασπόνερα της Αφρικανικής σαβάννας… βλέποντας με αυτάρεσκη διάθεση και θαυμασμό το είδωλό του, να ‘είναι’ ίδιος ο πατέρας του (Μουφάσα), ένας… μεγαλόσωμος γενναίος «βασιλιάς των λιονταριών» έτοιμος να ‘ενθρονιστεί’ στον θρόνο του ζωικού βασιλείου!
[2] Η «Ανθρωπαρέσκεια» είναι -σύμφωνα με τους Νηπτικούς Πατέρες μας- ένα δαιμονιώδες πάθος της ψυχής, κατά την ενέργεια του οποίου ο πάσχων άνθρωπος διακατέχεται από μία εμπαθή και σφοδρή επιθυμία «να αρέσει» στους άλλους ανθρώπους, κάτι που τον βγάζει ΕΚΤΟΣ συναφείας με τον Χριστό: «Ει γαρ έτι ανθρώποις ήρεσκον, Χριστού δούλος ουκ αν ήμην!… (Γαλ. 1, 10) Δηλαδή: Δεν θα ήμουν τώρα δούλος Χριστού [αρεστός στον Χριστό], αν ακόμα προσπαθούσα να είμαι αρεστός στους ανθρώπους!…
[3] Οι Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας παραδέχονται την βασκανία ως υπαρκτή ‘ασθένεια’ πνευματικής παθολογίας, που αποδίδουν σε κακουργική επέμβαση των πονηρών πνευμάτων, δηλ. την θεωρούν ως έργο αποκλειστικά διαβολικό. Αιτία της βασκανίας είναι η ζηλοφθονία… ανθρώπων εμπαθών, που καθίσταται βλαπτική τόσο για τους εκείνους κατά των οποίων γίνεται… όσο και για εκείνον ο οποίος την προκαλεί. Ιδιαίτερη αναφορά στην δαιμονική βασκανία έκανε ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος και συνέθεσε Προσευχές κατ’ αυτής, με την ανάγνωση των οποίων από Ιερέα-Πνευματικό (αποκλειστικά), εκδιώκεται η δαιμονική ενέργεια… κι’ ανακουφίζονται πλήρως οι επηρεασμένοι από το κακό Χριστιανοί.
[4] Διαβάζοντας, πριν από χρόνια, τα «Απομνημονεύματα» της Αντζέλ Κουρτιάν -μιας συγγραφέως Αρμενικής καταγωγής- θαύμασα την ευφυία της μητέρας της που ήξερε, φωτισμένη από τον Θεό, πώς να προστατέψει τα παιδάκια της (και την ίδια την Αντζέλ) από τους αιμοβόρους Τούρκους Τσέτες, που επέδραμαν καθημερινά στο καραβάνι των προσφύγων, τόσο με ληστρικές όσο -κυρίως- με αισχρές… παιδεραστικές ορέξεις! Οι άλλες μάννες, εκτός της μάννας της Αντζέλ, έβαζαν -εν μέσω συνθηκών προσφυγιάς!- πάνω από την ασφάλεια των θυγατέρων τους, την… απόλυτη καθαριότητα, τον καλωπισμό και την μοσχομύρισή τους! Γι’ αυτό και, άθελά τους, στοχοποιούσαν τις κόρες τους στα μάτια των λυσσασμένων Τσετών, που τις άρπαζαν με βουλιμία…
Σε αντίθεση με τις ματαιόδοξες Αρμένισσες-μάννες, που οι ίδιες εξέδιδαν τις κόρες τους στους Μουσουλμάνους παιδεραστές, με το να τις περιποιούνται επιμελώς προς… διακόρευση, η μάννα της Ατζέλ κρατούσε επίτηδες τις κόρες της άλουστες κι’ επιτηδευμένα λερωμένες με… ζωικές ακαθαρσίες, ώστε όταν πλησίαζαν οι Τούρκοι επίδοξοι παιδεραστές, να φεύγουν γρήγορα από κοντά τους με βδελυγμία και αποστροφή…! Έτσι, οι μόνες κόρες του καραβανιού των Αρμενίων προσφύγων, που παρέμειναν ανέγγιχτες παρθένες από την λύσσα των Μουσουλμάνων ανταρτών, ήσαν οι θυγατέρες της μάννας-Κουρτιάν…
[5] Πριν δύο περίπου χρόνια είχε έρθει στη Μονή ένας νεαρός, τελειόφοιτος κάποιας τεχνοκρατικής Σχολής του Μετσοβείου Πολυτεχνείου. Ήταν ‘ωραίος’ (με την σημασία που δίνει στον όρο αυτό ο κόσμος, όταν θέλει να περιγράψει μια φυσιογνωμική ‘τελειότητα’ την οποία όλοι οι ‘υπόλογοι της ματαιότητος’ θαυμάζουν και ζηλεύουν…) κι’ ακριβά ντυμένος με ποιοτικά ρούχα κορυφαίων ενδυματολογικών φιρμών! Αναζητούσε Πνευματικό για να μιλήσει… και του υπέδειξαν την αναξιότητά μου. Ξεδίπλωσε την ψυχή του με ντροπαλότητα, περιγράφοντας το πρόβλημα που τον οδήγησε -ως έσχατη ελπίδα- στον Θεό…
Εξομολογήθηκε ότι ζούσε αδιάφορα κι’ επιβαρυντικά για την ψυχή του… ‘απολαμβάνοντας’ την αμαρτία χωρίς αναστολές, κι’ αναπτύσσοντας έντονη ερωτική δραστηριότητα με ερωτικές συντρόφους ‘μιας νύχτας’… καθώς είχε μεγάλη ‘πέραση’ στις γυναίκες, λόγω των εμφανώς ‘φανταχτερών προσόντων’ του. Ξαφνικά, όμως, βρέθηκε σε μια κατάσταση… που τον βύθισε σε απόγνωση: κάθε νέα ερωτική σχέση που ξεκινούσε… του ‘χαλούσε’ αμέσως, καθώς είχε αρχίσει να νοιώθει μια απερίγραπτη κόπωση και υπνηλία! Ακόμα, απέκτησε κι’ έναν συνεχή δυνατό κεφαλόπονο… που δεν τον ‘έπιαναν’ τα αναλγητικά. Επιπλέον δε, υπέφερε από μια, ανθρωπίνως αθεράπευτη, ακατάσχετη ‘οργανική’ ανάγκη να… ερεύγεται και πέρδεται δυσωδώς, αδιάκοπα (χωρίς παθολογική αιτία), κι’ αυτό τον εξέθετε…
Αυτής της τελευταίας συμπτωματολογίας του ‘ματιασμένου’ φοιτητή… έλαβα προσωπικά ‘πικρή πείρα’ κι’ εγώ ο ίδιος, ενόσω τον εξομολογούσα… και, κυρίως, ενόσω του διάβαζα -μετά την Εξομολόγηση- Ευχές για την Βασκανία…! Ο νεαρός ερεύγετο κι’ επέρδετο ηχηρά και δυσωδέστατα… ενώ γονυπετούσε μπροστά στην εικόνα του Χριστού, καθ’ όλη την διάρκεια της Εξομολόγησης και μάλιστα των Εξορκιστικών Ευχών! Ήταν δε τέτοια η δυσωδία… που ένοιωθα την διάθεση να εμέσω, αλλά συγκρατούσα τ’ αντανακλαστικά μου -επειδή ήμουν μέσα στο ιερό Εξομολογητήριο- και συνέχιζα να διαβάζω ήσυχα τις Ευχές του Μεγ. Βασιλείου.
Το καταπλητικό, όμως, ήταν άλλο… ότι: μόλις ολοκλήρωσα τις Ευχές κατά της Βασκανίας, και είπα το καταληκτικό «Αμήν», έπαψε πάραυτα η μέχρι εκείνη τη στιγμή αδιάκοπη… εντερική δυσλειτουργία του νεαρού φοιτητή, κι’ η ανυπόφορη δυσωδία που είχε κατακλύσει το Εξομολογητήριο εξαφανίστηκε αμέσως, χωρίς να είχε προηγηθεί κάποιος χρόνος για ν’ αλλάξει σιγά-σιγά η ατμόσφαιρα του χώρου, με βαθμιαία εξασθένηση/λήξη της ‘απόκοσμης’ εκείνης δυσωδίας! Γιατί, η εν λόγω δυσωδία… ΔΕΝ ήταν, βέβαια, φυσική-ανθρώπινη, αλλά μεταφυσική-δαιμονική…