Στη δημιουργία και εγκατάσταση ενός συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης για τον ιό του Δυτικού Νείλου (ΙΔN) προχωρά ερευνητική ομάδα που συμμετέχει στο κοινό ελληνογερμανικό ερευνητικό έργο EWSMD για την αντιμετώπιση των ασθενειών που μεταδίδονται από τα κουνούπια.
Η διακρατική συνεργασία Ελλάδας – Γερμανίας για το ερευνητικό έργο υπό τη γενική ονομασία «Early Warning System for Mosquito- borne Diseases- EWSMD», ξεκίνησε πέρυσι με τη συμμετοχή δύο φορέων από κάθε χώρα. Από γερμανικής πλευράς συμμετέχουν το Ινστιτούτο τροπικής ιατρικής -Bernhard Nocht Institute for Tropical Medicine (BNITM) και η εταιρεία για τον έλεγχο των κουνουπιών -Gesellschaft zur Foerderung der Mueckenbekaenpfuhg e.V/Istitute for Dipterology (GFS/IfD). Από ελληνικής πλευράς συμμετέχουν το ΑΠΘ (Ιατρική σχολή -τμήμα Μικροβιολογίας, καθ. Αννα Παπά, Γεωλογική σχολή – τμήμα Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας, επ. καθ. Ελένη Κατράγκου) και η εξειδικευμένη σε έργα καταπολέμησης κουνουπιών «Οικοανάπτυξη A.E.».
Η δεκαετής ελληνική εμπειρία που υπάρχει για την αντιμετώπιση του ιού οδηγεί στην εφαρμογή νέων εργαλείων για την καταπολέμηση εντόμων – φορέων ασθενειών σε αστικό περιβάλλον και στη δημιουργία ενός πρωτοποριακού συστήματος που μπορεί να προβλέπει σε ποσοστό άνω του 80% τον κίνδυνο εμφάνισης των κρουσμάτων του ιού σε μια περιοχή ή τον κίνδυνο μιας επιδημίας, ανέφερε, μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο συντονιστής του έργου, πρόεδρος της εταιρίας «Οικοανάπτυξη», εντεταλμένος εμπειρογνώμονας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τα κουνούπια και τις μεταδιδόμενες από αυτά ασθένειες, Δρ. Σπύρος Μουρελάτος.
Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, τα μέλη της ελληνικής επιστημονικής ομάδας θα είναι σε θέση να παρουσιάσουν το πρωτόκολλο λειτουργίας του συστήματος που στηρίζεται σε αλγόριθμους τεχνητής νοημοσύνης. Θα λειτουργήσει πιλοτικά στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, την περιφέρεια της χώρας με τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή εμπειρία στην αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ιού και των κουνουπιών.
Σύμφωνα με τον κ. Μουρελάτο, το σύστημα αξιοποιεί όλα τα διαθέσιμα εντομολογικά, επιδημιολογικά, κλιματολογικά και γεωγραφικά δεδομένα από την Ελλάδα και την Γερμανία. Παράλληλα, η προηγμένη ψηφιακή τεχνολογία και οι εφαρμογές Πληροφορικής υπεισέρχονται για πρώτη φορά σε σημαντικό βαθμό στην εκτίμηση του κινδύνου για την αντιμετώπιση των κουνουπιών και των ασθενειών που μπορούν να μεταδώσουν.
Στην τεράστια βάση που έχει δημιουργηθεί για το έργο στην Κεντρική Μακεδονία, έχουν εισαχθεί περισσότερες από 15 περιβαλλοντικές, εντομολογικές, επιδημιολογικές γεωχωρικές και φασματικές παράμετροι και δεκάδες μεταβλητές, η αξιοποίηση των οποίων συμβάλει στην έγκαιρη προειδοποίηση για τον ιό του Δυτικού Νείλου.
Τα εντομολογικά δεδομένα προέρχονται από χιλιάδες καταγραφές αφθονίας προνυμφών και ακμαίων κουνουπιών Culex pipiens (το κοινό κουνούπι, το μόνο είδος στην Ελλάδα που μεταδίδει τον ιό), και τα επιδημιολογικά από δεκάδες αιμοληψίες κοτόπουλων από χωριά της Κεντρικής Μακεδονίας για την ανίχνευση παρουσίας του ιού και τα κρούσματα σε ανθρώπους και ιπποειδή. Όπως εξήγησε ο κ. Μουρελάτος, με επίκεντρο το ανθρώπινο κρούσμα «ξεδιπλώνεται» όλη η λειτουργία του συστήματος.
«Πρόκειται για έναν τεράστιο όγκο δεδομένων από το 2010», σημειώνει ο κ. Μουρελάτος, «που μας έχει επιτρέψει στην Κεντρική Μακεδονία να διαχωρίσουμε τις περιοχές και να εστιάσουμε σε χάρτες αποτίμησης κινδύνου 2Χ2 τετραγωνικών χιλιομέτρων». Εκτιμάται ότι το σύστημα EWSMD θα μπορεί να αξιολογεί τον κίνδυνο μετάδοσης της λοίμωξης σε 4500 «κυψελίδες» στις 7 περιφερειακές ενότητες της Κ. Μακεδονίας. Η επιτυχημένη λειτουργία του και οι δυνατότητες που θα προσφέρει από το 2020, θα οδηγήσει σε στοχευμένες παρεμβάσεις και μέτρα. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι με την ολοκλήρωση του έργου καθώς θα προσθέσουν ένα σημαντικό όπλο στην αντιμετώπιση του ιού και θα υπάρχει έγκαιρη ενημέρωση των υπηρεσιών και της εφαρμογής μέτρων κατά κουνουπιών-ιού. Φέτος και μέχρι τώρα σε όλη την Ελλάδα έχουν καταγραφεί περί τα 130 κρούσματα λοίμωξης σε συνολικά 40 δήμους της ηπειρωτικής χώρας, με 13 θανάτους από τον ΙΔN.
Ως περιοχή – δείκτης χρησιμοποιήθηκε μεν η Κεντρική Μακεδονία, στην οποία ανιχνεύτηκε για πρώτη φορά (από το τμήμα Μικροβιολογίας του ΑΠΘ και την καθ. Άννα Παπά) ο ορότυπος 2 «Νέα Σάντα» του ιού του Δυτικού Νείλου, αλλά το σύστημα θα μπορεί να εγκατασταθεί σε οποιαδήποτε περιφέρεια αλλά και για άλλες ασθένειες που μεταδίδονται από κουνούπια, όπως ο δάγκειος πυρετός και η νόσος Chikungunya. Ένας άλλος ιός, ο «Ζίκα», δεν έχει μέχρι σήμερα ανιχνευτεί στην Ευρώπη αλλά υπάρχει κίνδυνος για πιθανή εισαγωγή.