Του Νικόλα Σμυρνάκη
Όταν ακούω γονείς να μαλώνουν τα παιδιά τους στο δρόμο, ή σε χώρους δραστηριοτήτων, 2 στις 3 φορές στερούν και τιμωρούν για να συναιτήσουν. Συσχετίζουν άσχετα πράγματα μεταξύ τους για να πετύχουν τον σωφρονισμό. Δηλαδή: “αν δεν σταματήσεις να φωνάζεις δεν θα πάμε στου ξαδέρφου σου αύριο”.
Σε μια συγκεκριμένη περίπτωση η διαμάχη με το τετράχρονο ξεκίνησε γιατί οι γονείς του, του απαγόρευσαν να φάει γλειφιτζούρι. Και καλά έκαναν, δεν κρίνω αυτό, αλλά το “δεν θα πάμε στου ξαδέρφου σου γιατί κλαίς που σου στέρησα το γλειφιτζούρι” είναι ένα νοητικό ατόπημα. Τι εννοώ;
Καταρχάς προϋποθέτει ότι το 4χρονο δεν θα έπρεπε να στεναχωριέται που δεν θα φάει γλειφιτζούρι. Μα δεν το ελέγχει. Είναι το συναίσθημά του. Από την άλλη, εμείς δεν στεναχωριόμαστε όταν κάποιος μας στερεί το αγαπημένο μας γλυκό; Μπορεί να μην κλαίμε, αλλά κάνουμε άλλα. Γκρινιάζουμε, απαιτούμε, διεκδικούμε, βρίζουμε ή λυπόμαστε.
Το άλλο νοητικό ατόπημα είναι ότι περιμένουμε από το 4χρονο να φερθεί ως ενήλικας. Δηλαδή θα έπρεπε να καταλάβει γιατί του στερούμε το γλυκάκι του, τι επίπτωση έχει η ζάχαρη, τα χημικά πρόσθετα και τα ανθυγιεινά έψιλον στον οργανισμό του. Μάλιστα θυμώνουμε όταν δεν αντιλαμβάνεται την πρόθεσή μας. “Μα καλά, δεν καταλαβαίνει;”.
Αλήθεια, εμάς στην ηλικία του μας ένοιαζε η υγεία μας; Το ακόμα πιο παράλογο ξέρετε ποιο είναι; Ότι περιμένουμε να καταλάβει χωρίς να του εξηγήσουμε τίποτα από όλα αυτά. Έχουμε την απαίτηση να μην κλαίει όταν συχνά το μόνο που του πετάμε είναι ένα ανόρεκτο “δεν θα το φας αυτό”. Στο “γιατί;”, ίσως απαντήσουμε με το επεξηματικότατο “γιατί έτσι” ή “θα καταλάβεις όταν μεγαλώσεις” και στο συνεχιζόμενο κλάμα του μετά το κυνικό, “αν συνεχίσεις έτσι, δεν θα πάμε στου ξαδέρφου σου αύριο”.
Άσχετο το ένα με το άλλο. Ακόμα κι αν βραχυπρόθεσμα συναιτιστεί, η καταπίεση που έχει υποστεί είναι μεγάλη. Το παράλογο μέσα του έχει ενσφηνωθεί αλλά και η αίσθηση ότι: “Η μαμά και ο μπαμπάς δεν με καταλαβαίνουν, αλλά με τιμωρούν για τα συναισθήματά μου. Με τιμωρούν γιατί έχω ανάγκες με τις οποίες δεν συμφωνούν”.
Δεν φτάνει που βιώνει την απόρριψη και την ματαίωση, που νιώθει ασυγκράτητη λύπη – έστω στιγμιαία – πρέπει να διαχειριστεί και τον εκβιασμό του υπερδύναμου ενήλικα που το απειλεί με επιπρόσθετη απώλεια αν συνεχίσει να εκφράζεται.
Ουσιαστικά το τιμωρεί για τα συναισθήματα που βιώνει και δεν τον βολεύουν. Τον κάνει να νιώθει τύψεις για κάτι που δεν μπορεί να ελέγξει. Τύψεις για την αλήθεια μέσα του. Και αναγκάζεται να καταπιέσει το συναίσθημα, πράγμα επικίνδυνο για τον ψυχισμό του.
Αλήθεια εμάς πώς θα μας φαινόταν αν κάποιος μας έλεγε, “αν δεν τελειώσεις τη δουλειά σου στην ώρα που σου είπα σήμερα, θα απολυθείς” ή “αν φας αυτή την μπούρδα, δεν θα έρθω μαζί σου αύριο στην εκδρομή”; Θα μας έπειθε ένας τέτοιος εργοδότης ή φίλος ή σύντροφος;
Ποια είναι η λύση; Να λέμε πάντα ναι; Να κάνει το παιδί ό,τι θέλει; Να γίνουμε φερέφωνα των ψυχικών του διαθέσεων; Προφανώς όχι. Έχουμε ευθύνη απέναντί του γιατί είμαστε γονείς.
Μπορούμε όμως να αμβλύνουμε τη λύπη του. Να το ακούσουμε, να το αφήσουμε να εκφραστεί, να του πούμε ότι το νιώθουμε και το καταλαβαίνουμε, να του κάνουμε μια αγκαλιά, να σκύψουμε και να το κοιτάξουμε στα μάτια, να μην δείξουμε τον εκνευρισμό μας γιατί δεν ικανοποιούνται οι δικές μας ανάγκες, αλλά την ενσυναίσθησή μας απέναντι στις δικές του ανάγκες.
Να μην τιμωρήσουμε την λύπη του αλλά να ψάξουμε για παραγωγική λύση σχετιζόμενη με το πρόβλημα, να προσπαθήσουμε να του εξηγήσουμε, να ανοίξουμε κουβέντα μαζί του – αν αυτό είναι εφικτό – και να ζητήσουμε τη γνώμη του, πιθανότατα να βρούμε μια λύση στη μέση (θα φας ένα γκυκάκι μετά το φαγητό).
Κι αν δεν πιάσει τίποτα από όλα αυτά, τουλάχιστον θα νιώθει ότι βιώσαμε κι εμείς την απώλειά του, χωρίς να ψάξουμε για άμεση λύση που εξυπηρετεί τα δικά μας συμφέρονται και όχι το συναίσθημά του.