Της Ελπίδας Πατεράκη
Δεν είμαι ψυχολόγος. Δεν είμαι επιστήμονας ούτε παντογνώστης. Δεν ξέρω από αναλύσεις και ψέματα. Δεν έχω στοιχεία στα οποία θα στηριχτώ και θα βασιστώ.
Αυτό όμως που βλέπω, αυτό που με κάνει να πιστεύω ότι αποτελεί πια πρόβλημα, είναι η εμμονή με τον εαυτό μας. Με έναν τεράστιο εαυτό που αντί να μικραίνει μεγαλώνει και υψώνει ανάστημα.
Η απασχόληση με τον εαυτό είναι εξαιρετικά υγιής διαδικασία μέχρι ενός σημείου. Είναι βασικό να είμαι καλά για να είναι και οι άλλοι, να βελτιώνομαι συνεχώς για να έχω εφόδια και να μπορώ να εξελίσσομαι ικανοποιητικά, να μπορώ να ηρεμώ και να κοιτώ μέσα μου με σκοπό να διορθώσω τυχόν προβληματικά στοιχεία, να μελετώ και να γνωρίζω ή να αναγνωρίζω καταστάσεις για να ανοίγει ο νους μου και να μπορώ να επικοινωνήσω με τους άλλους καλύτερα, να μου δώσω μια αγκαλιά όταν δεν θα υπάρχει κανείς, και να έχω κουράγιο να δώσω αγάπη και αγκαλιά όταν θα χρειαστεί.
Όλα αυτά καλά ως εδώ. Χρειάζεται το εγώ μου να καλοπερνά και να είναι ήρεμο, υγιές και έτοιμο για όλα.
Αλλά βλέπω να γίνεται λάθος η προσπάθεια αυτοβελτίωσης και αυτοανάλυσης, αυτοβοήθειας και αυτομάθησης. Χωρίς συναναστροφή, χωρίς συνύπαρξη, χωρίς κοινωνία. Χωρίς συμμετοχή και άγγιγμα με τον άλλο, χωρίς επαφή, χωρίς επικοινωνία ουσιαστική βλέμμα με βλέμμα, λέξη με λέξη, χέρι με χέρι.
Να είμαι καλά, να με ακούω, να με βλέπω, να με ικανοποιώ, να με ταΐζω, να μου συμπαραστέκομαι, να με ησυχάζω, να με ξεκουράζω, να με ομορφαίνω, να διαλογίζομαι, να προσεύχομαι, να προσπαθώ εγώ, μόνο εγώ, μόνο για μένα και όλοι οι άλλοι ας κουρεύονται.
Αν όλο αυτό το «εγώ να», γινόταν «εμείς να», ίσως να μην είχαμε φτάσει ως κοινωνία σε τέτοιο χάλι. Και δεν αναφέρομαι ως ελληνική κοινωνία, αλλά ως μέλη μιας παγκόσμιας κοινωνίας, που ζει πια μέσα από εικονική ζωή, από μια πραγματικότητα κοινωνικής δικτύωσης χωρίς δίκτυο ούτε κοινωνία, με μια ψεύτικη αποδοχή κατάστασης διαδικτυακής, που δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις, συμφωνούμε κι όλα εντάξει, μα κι αν διαφωνήσουμε σκασίλα μου, σε διαγράφω, σε μπλοκάρω και μιλώ μόνο με όσους συμπορεύομαι.
Δεν τολμώ να κοιτάξω τις εικόνες που φτάνουν από τις τελευταίες σφαγές των παιδιών στην Συρία. Δεν μπορώ να κοιτώ πια τα εγκλήματα. Δεν μπορώ να αισθάνομαι ότι την ώρα που τρώω, κάποιος μικρός άνθρωπος δίπλα μου δολοφονείται. Και οι εικόνες αυτές να αναπαράγονται σε χρόνο ρεκόρ σαν είδηση του δρόμου, σαν κάτι που πρέπει να συνηθίσω να βλέπω, χωρίς να αντιδρώ.
Και κει επεμβαίνει το μεγάλο εγώ και λέει, μα και τι να κάνεις, κάτσε στ αυγά σου! Εδώ άλλοι κι άλλοι δεν κατάφεραν να αλλάξουν τον κόσμο, εσύ θα τον αλλάξεις; Δεν είσαι πια δεκαπέντε! Τα συμφέροντα είναι μεγάλα. Τα πετρέλαια πολλά. Προσγειώσου. Και προσγειώνομαι. Ανώμαλα.
Λίγοι είναι αυτοί που βγήκαν από τον μεγάλο τους εαυτό, από το χορτασμένο εγώ τους και μπήκαν στην κοινωνία, πρόσφεραν αγάπη και χρόνο, έδωσαν ό,τι μπορούσαν, μοιράστηκαν, βελτίωσαν την ζωή κάποιου, ξεβολεύτηκαν, άνοιξαν τα μάτια σε κάποιον άλλο, μοιράστηκαν ουσία και βοήθεια, ήταν εκεί για κάποιον, χωρίς την καταπίεση ενός αυταρχικού εγώ, μονοφαγά και αχόρταγου, που όλα τα θέλει για πάρτη του, που όλο συγυρίζει το σπίτι του πετώντας τα σκουπίδια στο μπαλκόνι του αποκάτω, που δεν ευχαριστιέται τίποτα, με τίποτα, που δεν του φτάνουν όσα έχει.
Μα όλη αυτή η αυτογνωσία και ο υπερθετικός θα έπρεπε να είχαν κάνει τέλεια την ζωή μας. Να είχαν λύσει προβλήματα. Να είμασταν όλοι σοφοί και σε κατάσταση νιρβάνα.
Μα δυστυχώς εκείνο το κακομαθημένο εγώ ξεπετάγεται αλαφιασμένο, τρελό από έλλειψη φροντίδας και αγάπης και ζητά ξανά προσοχή, ξανά ηρεμία και αυτοστοργή, γιατί δεν θέλει να το ενοχλούν, να το κουράζουν, να το ταλαιπωρούν, να το κακοποιούν, να το αποπροσανατολίζουν, να του κλέβουν ελεύθερο χρόνο και στιγμές με τον εαυτό του.
Το παραχαϊδεμένο εγώ μεγάλωσε με πολλά κόμπλεξ. Κόμπλεξ αιώνων. Δεν θέλει αλλαγές συνήθειας, δεν θέλει προσπάθεια, δεν του αρέσει η ταλαιπωρία.
Δεν είναι καιρός πια να του θυμίσουμε, ότι δεν είναι μόνο του στον πλανήτη;
Δεν είναι καιρός να ανοίξουμε τον παγκόσμιο χάρτη μπροστά του και να δει πόσο μικρός είναι τελικά αυτός ο αιματοβαμμένος κόσμος;