Έναν ύμνο στις αμέτρητες ομορφιές της Κρήτης και ειδικά της περιοχής των Χανίων, την απαράμιλλη φιλοξενία, την τερψιλαρύγγεια τοπική κουζίνα, τα θεαματικά τοπία, τις άγριες παραλίες, σ’ έναν τόπο που του περισσεύει ο ήλιος αφιερώνει η «βίβλος» του ταξιδιού Conde Nast Traveller.
Η γεννημένη στο Λονδίνο και μεγαλωμένη στην Αθήνα αρθρογράφος του περιοδικού, Ρέιτσελ Χάουαρντ, είναι από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 τακτική επισκέπτρια της Κρήτης «των αντιθέσεων και των αντιφάσεων» με την τεράστια ακτογραμμή και τις ομιχλώδεις βουνοκορφές, ενός νησιού που προσδιορίζεται και συνενώνεται από την ευγένεια των κατοίκων προς τους ξένους. Αν και στην αρχή δεν την μάγεψε, όπως ομολογεί, σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβει την συνάρπασε κι η σχέση της με τη μεγαλόνησο βαθαίνει κάθε φορά που επιστρέφει, αν και παραμένει «ανεξερεύνητη, άπειρη, μυστηριώδης».
Γράφει η δημοσιογράφος: «Όταν η Μαριάνα Λιβαδιτάκη προσφέρθηκε να μου μαγειρέψει ψαρόσουπα, ήξερα ότι θα ήταν καλή. Είναι επικεφαλής σεφ στο Morito, ένα μπαράκι στο Χάκνεϊ, που είναι ένα από τα αγαπημένα μου εστιατόρια στο Λονδίνο. Αλλά δεν φανταζόμουν ποτέ να τρώω το μεταξένιο, λαμπερό ζωμό της για πρωινό, σε έναν καταπράσινο κόλπο της βορειοδυτικής Κρήτης. Δεν γνωριζόμασταν από παλιά, παρά μόνο εκείνο το πρωινό που με πήρε με το μηχανοκίνητο σκάφος του αδερφού της Αντώνη. Κάθισα δίπλα στον μικρότερο γιο του, τον Ορφέα, τις ξανθές μπούκλες του οποίου τις έπαιρνε ο άνεμος. Περπατήσαμε πέρα από την απόκρημνη ακτή, γεμάτη με σπηλιές και όρμους, μέχρι να βρούμε το τέλειο σημείο. Ο Αντώνης έριξε ένα μεγάλο ψάρι που είχε πιάσει μερικές ώρες νωρίτερα πάνω σε μια λευκή πέτρα. Η Μαριάννα ψιλόκοψε πατάτες και ντομάτες σε μια κατσαρόλα και έβαλε το ψάρι από πάνω. Πήρε λίγο αλάτι από τα βράχια, το έβαλε κι αυτό μέσα και κάλυψε το περιεχόμενο με νερό και ελαιόλαδο, μετά άναψε το γκαζάκι και άφησε τη σούπα να βράσει κάτω από τον ήλιο.
«Το κρητικό φαγητό είναι τόσο απλό. Δεν υπάρχουν συνταγές ή κανόνες, εκτός από τις οικογενειακές παραδόσεις. Αυτό που είναι σημαντικό είναι να γνωρίζεις από πού προέρχονται τα συστατικά σου» λέει η Μαριάννα, η οποία μεγάλωσε δουλεύοντας στην οικογενειακή ταβέρνα έξω από τα Χανιά, την εκπληκτικά όμορφη πρωτεύουσα της δυτικής Κρήτης, όπως σημειώνει η δημοσιογράφος. Ο πατέρας της, ψαράς στο επάγγελμα, της δίδαξε πώς να φτιάχνει κακαβιά, μια ψαρόσουπα ιδανική μετά από μια κουραστική νύχτα στη δουλειά. Και συνεχίζει η δημοσιογράφος: «Ενώ περιμέναμε να γίνει η κακαβιά, ο Αντώνης και ο Ορφέας μάζευαν αχινούς και πεταλίδες από τα βράχια. Με τα πόδια βουτηγμένα μέσα στη θάλασσα, τα βγάζαμε από τα κελύφη τους για να οξύνουμε την όρεξή μας. «Αυτό που λατρεύω στην Κρήτη είναι ότι μπορεί να βρίσκεσαι εδώ, σε έναν άδειο κόλπο και να τρως αχινούς» λέει η Μαριάννα, συνεχίζοντας: «Και μετά από μισή ώρα, να βρίσκεσαι στα βουνά, σε έναν διαφορετικό κόσμο, με μαυροντυμένους άνδρες με πελώρια μουστάκια να μιλάνε για κυνήγι και φαγητό».
Ένα απέραντο νησί αντιθέσεων
Ακολούθως, σημειώνει η δημοσιογράφος: «Η Κρήτη είναι ένα απέραντο νησί αντιθέσεων, με μια ακτογραμμή 1.000 χιλιομέτρων με ομιχλώδεις κορυφές όρων. Η καλοσύνη των ξένων είναι αυτό που ενώνει και ορίζει το νησί για μένα. Έρχομαι εδώ από τις αρχές του 1990, αλλά για θα είμαι ειλικρινής: στην αρχή δεν με ενθουσίασε. Τα άψυχα θέρετρα που συγκεντρώνονται στην βορειοανατολική ακτή, οι πόλεις και οι βαρετοί αυτοκινητόδρομοι δεν έμοιαζαν καθόλου με τα ελληνικά νησιά που είχα στο μυαλό μου. Οι φιδογυριστοί δρόμοι με έκαναν να ζαλίζομαι, ενώ η δίωρη οδήγηση για να βρω έναν άδειο κόλπο με εκνεύριζε. Αλλά όλη αυτή η προσπάθεια έφερνε πλούσιες ανταμοιβές: απίστευτα φιλόξενοι ντόπιοι, αδιανόητα νόστιμο φαγητό, πανέμορφα τοπία, υπέροχες παραλίες για κάθε διάθεση. Αργά και κρυφά, ερωτεύτηκα την Κρήτη. Η σχέση μας εμβαθύνει κάθε φορά που επιστρέφω, αλλά ακόμη μοιάζει άγνωστη, άπειρη, μυστηριώδης.
Νεότεροι νησιώτες επιστρέφουν στο νησί και αναλαμβάνουν τις επιχειρήσεις των γονιών τους
Ακολούθως, η Χάουαρντ μιλά για την ιστορία της Κρήτης και την ένωσή της με την ηπειρωτική Ελλάδα το 1913. Αναφερόμενη στα Χανιά, λέει πως ο νομός Χανίων είναι πολυποίκιλος, που μοιάζει με διαφορετικό προορισμό σε κάθε στροφή. Οι επιρροές Ρωμαίων, Βυζαντινών, Βενετών και Οθωμανών, έχουν αφήσει τα ίχνη τους στην οχυρωμένη πόλη των Χανίων, αλλά κάποια πράγματα έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Κατά την τελευταία δεκαετία, μια νέα γενιά φιλόδοξων νησιωτών επέστρεψαν στις ρίζες τους μετά από σπουδές και εργασία στο εξωτερικό, για να ανανεώσουν τις κουρασμένες οικογενειακές επιχειρήσεις, να ανακαινίσουν ιστορικές ιδιοκτησίες και να δημιουργήσουν βιώσιμες επιχειρήσεις.
Η καλλιτέχνης κεραμικών Αλεξάνδρα Μανουσάκη άφησε μια καριέρα στο μάρκετινγκ στον Μανχάταν για να αναλάβει το οινοποιείο Μανουσάκη με τον Σουηδό-Ιρανό σομελιέ σύζυγό της Αφσίν Μολάβι, ο οποίος είναι συνιδιοκτήτης του δημοφιλούς εστιατορίου Salis στο λιμάνι. Η περιβαλλοντολόγος Δανάη Κινδελή επέστρεψε από τη Μαδρίτη για να βοηθήσει τον θείο της Μανώλη να διευθύνει το Μετόχι Κινδελή, έναν ξενώνα βιολογικής παραγωγής 400 ετών. Και η επιμελήτρια Σοφία Μαυρουδή και ο καλλιτέχνης Αντώνης Χουλαδάκης έχτισαν δύο καμπίνες από μπετόν στη μέση των προγονικών ελαιώνων της οικογένειάς του.
Πέρα από την αστική γοητεία των Χανίων, τα χωριά στις πλαγιές των λόφων, οι ροζ παραλίες και οι ασημένιοι ελαιώνες δίνουν ξαφνικά τη θέση τους σε απότομες χαράδρες και κορυφές όρων. Ο Νίκος Καζαντζάκης συνέκρινε την ύπαιθρο με «καλή πεζογραφία, προσεκτικά διαταγμένη» στο μυθιστόρημά του «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»: ‘Είπε τι είχε να πει με μία ανδρική λιτότητα. Αλλά μεταξύ των σοβαρών γραμμών μπορεί κανείς να διακρίνει μια απροσδόκητη ευαισθησία. Στις προφυλαγμένες κοιλότητες οι λεμονιές και οι πορτοκαλιές αρωματίζουν τον αέρα και από την απεραντοσύνη της θάλασσας αναδύεται μια ανεξάντλητη ποίηση’.
Αυτή η βαθιά ευαισθησία ενσαρκώνεται στον αντι-ήρωα του Καζαντζάκη – ένα αρχέτυπο Κρητικό, του οποίου η προκλητική στάση και η ακόρεστη όρεξη για ζωή είναι ακαταμάχητη. Από πολλές απόψεις, τα τοπία και οι άνθρωποι της δυτικής Κρήτης είναι ακριβώς όπως τους περιέγραψε ο Καζαντζάκης: έντονοι, συναρπαστικοί. Αλλά πρέπει να τους γνωρίσεις από κοντά για να το ανακαλύψεις. «Εγώ» σημειώνει η δημοσιογράφος» τους ανακάλυψα μέσα από τον Νίκο Τσεπέτη, την δύναμη πίσω από το Ammos, ένα όμορφο ξενοδοχείο στις αμμώδεις παρυφές των Χανίων, γεμάτο με σύγχρονο ντιζάιν και τέχνη. Ένας τελειομανής που ενσαρκώνει την γενναιοδωρία του πνεύματος που είναι εξίσου απαραίτητη για την τοπική ταυτότητα, όπως το ελαιόλαδο και η τσικουδιά. Δεν λες όχι σε Κρητικό και σίγουρα δε λες όχι στον Νίκο. Όταν σου λέει πως πρέπει να επισκεφθεί εκείνο το μέρος, δεν κάνει καμία άλλη ερώτηση. Απλά μπαίνεις στο αυτοκίνητο και πηγαίνεις».
Στο τελευταίο της ταξίδι, όπως λέει η Χάουαρντ, ο Νίκος την έστειλε στην Πολυρρήνια, μια αρχαία ακρόπολη, περιτριγυρισμένη από σιωπηλές κοιλάδες και κορυφογραμμές. Ο φίλος του, Μανούσος Χαλκιαδάκης, ένας καλλιτέχνης κεραμικών με σοφά χέρια και ευγενικό βλέμμα, μου μαγείρεψε τα πιο νόστιμα αυγά με πατάτες στο σπίτι του που χρονολογείται από τον 17ο αιώνα (το μυστικό; Τα τηγανίζουμε και τα δύο σε ελαιόλαδο). Περπατήσαμε από την Μέσκλα στη Ζούρβα, μέσα από ένα μικροσκοπικό φαράγγι και δάση όπου βασιλεύουν οι ήχοι των πουλιών – πολύ λιγότερο επίπονη διαδρομή από το περίφημο φαράγγι της Σαμαριάς και χωρίς να συναντήσουμε κανέναν. Στο Κεδρόδασος – λιγότερο γεμάτο από τις ρηχές λιμνοθάλασσες του Μπάλου και το Ελαφονήσι – έκανα μπάνιο στα πεντακάθαρα νερά και χαλάρωσα στην σκιά ενός δέντρου. «Αν η Καλιφόρνια ήταν νησί, θα ήταν η Κρήτη» μου είπε ο Νίκος καθώς τρώγαμε κολοκυθάκια και ταραμά και πίναμε ροζέ κρασί στην παραθαλάσσια βεράντα του Ammos. «Και οι δύο έχουν μεγάλες πόλεις, μια όμορφη ακτογραμμή, καταπληκτικό φαγητό και υπέροχες διαδρομές για πεζοπορία. Και χρειάζεσαι αυτοκίνητο για να εξερευνήσεις τα βουνά, όπου θα βρεις την ψυχή του νησιού».
«Οι πινακίδες στους δρόμους είναι γεμάτες σφαίρες»
Πέρα όμως από τις πανέμορφες παραλίες και τα δάση, η δημοσιογράφος σημειώνει: «Σε αυτά τα υψίπεδα, οι οδικές πινακίδες είναι γεμάτες σφαίρες και βαριά οπλισμένα αγάλματα επαναστατικών ηρώων κοσμούν τις πλατείες των χωριών, όπου μαυροντυμένοι άνδρες παρακολουθούν κάθε αυτοκίνητο που περνά με ένα τσιγάρο στο χέρι. Οι πιο σκληροί ντόπιοι προέρχονται από τα Σφακιά. Αυτή η απομονωμένη περιοχή ήταν το τέλειο καταφύγιο για ληστές και μαχητές της αντίστασης. Όλοι οι αγώνες ανεξαρτησίας ξεκίνησαν από εκεί.
«Οι ντόπιοι είχαν πάντα έναν εχθρό, είτε ήταν Ενετοί, Τούρκοι, Γερμανοί ή Έλληνες βασιλείς. Αν δεν υπήρχε κανένας άλλος για να πολεμήσουν, στρέφονταν ο ένας στον άλλον» λέει η Μαρία Μυλωνάκη, ιδρυτής του ταξιδιωτικού πρακτορείου Diktynna, καθώς περπατάμε βαθύτερα στα ζοφερά Λευκά Όρη. Οι βεντέτες εξακολουθούν να υφίστανται σε αυτά τα μέρη. Μια διαφωνία για το κουδούνι μιας κατσίκας ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει μια αιματηρή συμπλοκή στην Αράδενα τη δεκαετία του 1950. Αφού σκοτώθηκαν 7 άτομα, οι υπόλοιποι κάτοικοι έφυγαν. Το χωριό είναι ένα όμορφο, μελαγχολικό λείψανο που βρίσκεται πίσω από το φαράγγι.
Κλείνοντας η δημοσιογράφος αναφέρει: «Σε αυτή την άγρια ομορφιά, μπορείς να νιώσεις τον σπλαχνικό σφυγμό της φύσης – τους ήχους των τζιτζικιών, τους κύκλους των αετών, τα ζουζουνίσματα των μελισσών – αλλά η μόνη ανθρώπινη παρουσία ήταν δύο μικροσκοπικέ φιγούρες που περπατούσαν κατά μήκος του βραχώδους τοπίου. Αρκετές ώρες αργότερα, αναδύθηκαν στον βοτσαλωτό όρμο του Μαρμαρά. Εκεί φάγαμε αρνί αργοψημένο, φρεσκοκομμένο κατσικίσιο τυρί και ζεστούς λουκουμάδες με μέλι και θυμάρι στον Χρυσόστομο, μια παραδεισένια ταβέρνα σε ένα ακρωτήρι που έβγαινε στο Λιβυκό Πέλαγος. Κοιτάζοντας τον ορίζοντα, έκανα μια σκέψη, όπως και ο αφηγητής του Ζορμπά: «Που να πάω; Σκέφτηκα. Είμαι καλά εδώ. Μπορεί αυτό το λεπτό να διαρκέσει χρόνια».
Πηγή: iefimerida.gr