Στον Γιάννη Αλεξόπουλο
Ο Αντρέας Κορδοπάτης ζει στο χωριό Δάρα Μαντινείας. Κοντεύει τώρα ενενήντα πέντε χρόνων. Τα περιστατικά πού ακολουθούν, είναι ένα κομμάτι από τη ζωή του. Μερικά τα είχε γράψει ο ίδιος, άλλα μου τα διηγήθηκε. Αυτό στάθηκε το πρώτο υλικό. Ξανάφτιαξα την ιστορία από την αρχή, φροντίζοντας να διατηρηθεί το ύφος και η απλότητα της κουβέντας του. Αλλαγές στα γεγονότα έγιναν ελάχιστες, κυρίως σε σημεία που ήσαν απαραίτητες για λόγους τεχνικούς.
12 Σεπτεμβρίου 1962
Μέρος πρώτο…
Ο πατέρας της μάνας μας λεγόταν Δημήτριος Λεπίδας και ήταν από το Βαλτεσινίκο Γορτυνίας. Τον ίδιο τον έλεγαν και Καραβοκύρη ή Αραβή γιατί είχε δουλέψει στα καράβια χρόνους πολλούς. Αυτός εμπορευόταν στα μέρη της Αραβίας τουμπεκιά και χασίσια λαθραία, με μεγάλο διάφορο και είχε κάνει παράδες.
Ώσπου κάποτε, την ώρα που πήγαινε να αράξει το πλοίο φορτωμένο, ένας πατριώτης του τον πρόδωσε και τον έπιασαν και του κατέσχεσαν όλο το πράμα.
Έκατσε στη φυλακή τέσσερα χρόνια.
Όταν βγήκε, ήρθε στον κάμπο χαμηλά από το χωριό Δάρα και άνοιξε χάνι. Αυτή την εποχή κατέβαινε πολύς κόσμος από τα βουνά να δουλέψει προς Γαστούνη- Αμαλιάδα και το μέρος εκείνο ήταν πέρασμα.
Εκεί πάντρεψε τη μάνα μας στον πατέρα μας Γεώργιο Α. Κορδοπάτη.
Ήμαστουν οχτώ παιδιά, τα τρία κορίτσια. Ο Βασίλης ο μεγάλος, πήγαινε σ’ ένα μπάρμπα μας τσαγκάρη για να μάθει τη δουλειά, πασουμακάς και μπαλωματής. Έκατσε κοντά του ένα χρόνο. Έπειτα τσακώθηκαν γιατί αυτός δεν τον έβαζε στα καινούργια και έφυγε.
Κάποιος στο χωριό μας είχε εκατό δραχμές, δεν είχε φαμελιά, κι ο Βασίλης τις δανείστηκε για να εργαστεί μοναχός του.
Εγώ ήμουνα ακόμα στο δημοτικό. Είχαμε δάσκαλο έναν Αγριδέ Ζαχαρόπουλο ή Ζουμπά ή Κουμπούρα. Ήταν λίγο κοντός, φόραγε φουστανέλες και κάλτσες με τσαπράζια προς το γεράνιο, πολύ ζόρικος.
Όταν απόλαγε το σχολείο έτρωγα ψωμί και πήγαινα βοήθαγα το Βασίλη. Έστριβα κλωστές τις κέρωνα, κουβάλαγα νερό. Ύστερα βάραγε πάλι η καμπάνα και ξαναπήγαινα μέσα.
Σε κάμποσο καιρό ο Βασίλης σκέφτηκε να μάθει μια άλλη δουλειά, σαράτσης, να φτιάχνει τσαρούχια αρβανίτικα, σελάχια, μπαλάσκες, καπιστρομπάλντουμα.
Κατέβη στην Τρίπολη και βρήκε ένα μαστόρη Μιχάλη Γεωργίου και συμφώνησαν πόσα θα του δώσει να τον μάθει τέχνη για έξι μήνες. Και τον πλήρωσε όλους τους μήνες μπροστά.
Του πήγαμε ρούχα να κοιμάται – κοιμόταν μέσα στο μαγαζί, ένα μικρό στενό μαγαζάκι, ψηλά στην αγορά στο δεξιό μέρος.
Σε πέντε μήνες γράφει στον πατέρα μας γράμμα, να του στείλει πενήντα δραχμές, ν’ αγοράσει ένα τελατίνι, να φτιάξει δικά του τσαρούχια με δικό του πράμα για όποιον θα ήθελε.
Και έφτιαξε είκοσι ζευγάρια διάφορα νούμερα και ήρθε στο χωριό τα πούλησε όλα. Από τότε δεν ξαναγύρισε στην Τρίπολη. Πήγε έστησε πάγκα στο μαγαζί ενός συγγενή μας Θεοφάνη Μπένου κι έβαλε μπροστά κι άρχισε να δουλεύει δουλειά κανονική. Έφερνε υλικά πρώτης ποιότητος, το χωριό ήταν όλο απάνω του. Εγώ, με είχε πάρει κοντά του να του δίνω χέρι και με ορμήνευε στα ολτάνια, στα γαζιά, στο γύρισμα με το μαχάτι.
Το 95 τον Οκτώβριο, ο Θεοφάνης με τα αδέρφια του μας πρότειναν να κάνουμε εταιρεία. Θα έβαζαν αυτοί τα χρήματα να μεγαλώσουμε την επιχείρηση, μπακάλικο και υποδηματοποιείο.
Συμφώνησαν με το Βασίλη και έστειλαν σε Πειραιά και Σύρα για εμπόρευμα, και το γέμισαν το μαγαζί.
Κανένα χρόνο δουλέψαμε καλά. Το 97 έγινε ο πόλεμος στα σύνορα, έπειτα έγινε μια μεγάλη δυστυχία και οι άνθρωποι πείνασαν. Εμείς είχαμε ανοιχτεί σε πιστώσεις, αλλά δεν υπήρχε πια παράς για να μας τον γυρίσουν. Και έτσι η επιχείρηση έσπασε από τα βερεσέδια.
Μόλις μαθεύτηκε αυτό, ένας δικολάβος από το Λεβίδι, Σπύρος Καραντούσης, μα; Έπεσε κοντά να βάλουμε τους οφειλέτες στον πίνακα, να τους τραβήξουμε στα δικαστήρια.
Ο ίδιος, κατά την περίσταση, έκανε και τον ψευτομάρτυρα. Τον διώξαμε δεν έβγαινε ψυχή από κανένα. Τα χωριά στέναζαν. Καρπός δε βρισκόταν πουθενά. Οι μανάδες έστελναν τα παιδιά στα ρέματα και μάζευαν καβούρια, να τα ρίχνουν στα λάχανα να αρτεύουνται. Ύστερα δεν βρισκόντουσαν ούτε λάχανα γιατί φάνηκαν οι ακρίδες και έπεσαν σύννεφο, τον σκέπασαν τον τόπο.
Τότε ήρθε μια διαταγή να βαρεί ο Δήμαρχος την καμπάνα, να μαζευόμαστε με ρούχα και κλάρες ετιάς, να τις σκοτώνουμε να πέφτουν στα ρούχα, να ανοίγουμε λάκκους να τις θάβουμε.
Βγαίναμε συνεργεία πολλά και σκοτώναμε και θάβαμε αράδα. Αλλά η πληγή δε σωνόταν και το κράτος μας έστειλε πετρέλαιο να τις ρεντίζουμε. Και ύστερα μας έστειλε πίτουρο δηλητηριασμένο.
Όσες έφαγαν ψόφησαν και βρόμησε ο τόπος, όσες δεν έφαγαν σήκωσαν φτερό, έπεσαν στον κάμπο, στις γραμμές, σταμάτησαν τα τρένα, αφάνισαν τα αμπέλια, τα καλαμπόκια, δεν άφησαν τίποτα χλωρό.
Όσο που μαύρισε το μάτι καμπόσων από αυτό το κακό και βγήκαν ληστές.
Ένας από τα μέρη μας Βασίλης Αργυρόπουλος, αυτός χτύπαγε στις στάνες κατσικοκλέφτης.
Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν αστυνομίες, ερχόντουσαν αποσπάσματα. Βγήκαν να τον κυνηγήσουν και τον έπιασαν κάτω κατά το Μέγα Σπήλαιο μ’ ένα σύντροφό του Παναγόπουλο. Τους έβαλαν στα σίδερα και τους πέρασαν από το χωριό μας, μια ώρα μακριά.
Κίνησε η μάνα του να πάει από πίσω ξυπόλυτη.
Στο Κακούρι κοντά ο Αργυρόπουλος ήθελε να κατουρήσει και γύρεψε τον έλυσαν. Τεχνάσματα. Έκατσε να κάνει το νερό του, χοντρό, ο χωροφύλακας κοιτάζει αλλού. Σηκώνει μια πλάκα του τη φέρνει στο κεφάλι, του παίρνει το όπλο, τις σφαίρες, το σκάει.
Του ρίχνουν οι άλλοι από πίσω στο κρέας, του ξαναρίχνουν, γονατίζει αυτός σκοτώνει έναν ακόμα.
Και πήρε τα βουνά πλέον και γύριζε.
Έπεσε κάτω στην Ηλεία, ύστερα ακούστηκε στη Μάνη.
Κάποτε ήρθε στο χωριό νύχτα, είχε μια χήρα δική του, τον πρόδωσαν. Από τότε δεν ξαναφάνηκε, παρά ρεμπέλευε χαμηλά, στους κάμπους της Αμαλιάδας.
Εκεί ήταν ένας Ηλίας Μόσκοβος από Κερπινή της Γορτυνίας, φίλος του πατέρα του και τον τροφοδόταγε.
Είχε μαγαζί μεγάλο και όταν πήγαιναν οι Δαραίοι για αξίνα ή τρύγο, τους πίστωνε. Έκανε σταφίδες, τις πούλαγε στην Αγγλία.
Αυτός κανόνισε τον έβαλε σε ένα παπόρι φορτηγό που είχε σάκους, να φύγει. Έβαλαν σακιά το ‘να μέρος και τ’ άλλο, τετραγωνικά, και άλλα από πάνω και έφυγε. Οι δικοί του δεν ήξεραν τίποτα.
Ένα φεγγάρι τον είχαν για χαμένο, έπειτα μαθεύτηκε ότι βγήκε αντάρτης στη Μακεδονία. Στο χρόνο απάνω λαβαίνουν γράμμα από Αμερική, από Νέα Υόρκη, ότι είναι καλά. Ο ίδιος δεν ήξερε γράμματα, είχε βάλει άλλον να του το φτιάξει.
Ύστερα τους ξανάγραψε να φύγουν τα αδέρφια του και οι γαμπροί του. Κοντά σε κείνους πήγαν και άλλοι τριάντα Δαραίοι. Πήγαν και δύο αδερφοί μας μικρότεροι, ο Γιάννης και ο Δήμος. Για να βρούμε τα ναύλα τους πουλήσαμε ένα χωράφι και ένα βόιδι.
Αυτοί ήσαν οι πρώτοι που έφυγαν.
Έπειτα έγραφαν ο ένας με τον άλλον και έπαιρναν κοντά τους υπόλοιπους.