Της Φένιας Βουδαντά
Ο έρωτας σε βρίσκει και τον βρίσκεις όταν δεν είσαι σε θέση να τον υποστηρίξεις. Όταν στις σκέψεις σου επικρατεί το απόλυτο χάος και αυτό κάνει μπαμ, όταν δεν ξέρεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι. Και ίσως γι’ αυτό να κάνει ο έρωτας την εμφάνισή του τότε, γιατί ελπίζει ότι θα σου φανεί χρήσιμος και θα σε βοηθήσει να ξεπεράσεις ό,τι είναι αυτό που σε κρατά πίσω. Τελικά, βέβαια, φεύγει γιατί αποτυγχάνει συνεχώς να φανεί χρήσιμος, από τη στιγμή που εσύ απέναντι στον εαυτό σου κάθεσαι άπραγος, ή πολύ περισσότερο τον υποβάλλεις κάθε μέρα σε αυτοκαταστροφικές συνήθειες και συμπεριφορές.
Οι άνθρωποι ερωτεύονται αυτό που έχει την τάση να τσαλακώνεται. Ερωτεύονται την αδυναμία, την επιρρέπεια, ερωτεύονται τη διαταραχή σου, τους κάνει εντύπωση.
Γοητεύονται από το αγύριστο κεφάλι σου, από τις απόλυτες απόψεις σου που μπορούν να δώσουν «νόημα» στην καθημερινότητά τους με εντάσεις και ό,τι αυτό συνεπάγεται, ενδεχομένως και από το άπιαστο, εκείνο που θα σου βγάλει το λάδι, θα το κατακτήσεις και μετά θα το αφήσεις.
Τους ολοκληρωμένους οι άνθρωποι τους θέλουνε για φίλους, δεν επιλέγεις ποτέ έναν έρωτα για να σε πάει μπροστά. Όταν και αν σε πάει, έχει μετατραπεί ήδη σε σχέση ζωής ή σε κάτι τέλος πάντων πιο βαθύ από ό,τι μπορεί να προσφέρει ένας φλογερός έρωτας, που βασίζεται κατά κόρον στο ανικανοποίητο, το αχόρταγο κομμάτι του εαυτού μας που λαχταρά διακαώς την εξάρτηση, την παρέκκλιση, το αρρωστημένο ή σε πιο light εκδοχή, τη λεγόμενη περιπέτεια που θα αναταράξει τη βαρετή ζωή μας.
Γοητευόμαστε από το ακραίο και ας θεωρείται πιο βιώσιμη η οπτική εκείνη που υποστηρίζει τη σχετικότητα στις απόψεις, ανοιχτό μυαλό σε νέες ιδέες και κριτική.
Γοητευόμαστε από αυτό που θα συμβάλει στη συνέχιση της πιο σακατεμένης εκδοχής μας, αυτό μας τραβά την προσοχή, αυτό μας εξουσιάζει.
Οι αδυναμίες μάς ενώνουν… τα ελαττώματα. Θαυμάζουμε τα προτερήματα και τα επιτεύγματα του άλλου και τον αντιμετωπίζουμε σαν αξιοθέατο το οποίο δεν επιτρέπεται να αγγίξουμε, γιατί θα αλλοιώσουμε την αψεγάδιαστη όψη του. Ενώ, αντιθέτως, ταυτιζόμαστε με το ερειπωμένο.
Πόσο ανολοκλήρωτοι είμαστε κι εμείς…
Όχι ότι υπάρχει το ολοκληρωμένο πρότυπο ανθρώπου που τα έχει λύσει όλα, αλλά ο άνθρωπος που τόσο έχει εστιάσει στον εαυτό του για να φέρει τις επιθυμητές αλλαγές, ο άνθρωπος που έχει κοιτάξει διεξοδικά μέσα του και όχι απαραίτητα που έλυσε κάθε του ανασφάλεια, αλλά τουλάχιστον έχει ΕΠΙΓΝΩΣΗ αυτής, φαίνεται, λοιπόν, ότι δεν περνάει τόσο πολύ πια.
Υπάρχουν όμως και εκείνοι οι «ολοκληρωμένοι» που κρύβουν καλά τα ραγισμένα κομμάτια τους από τα βλέμματα του πλήθους, με το φόβο μη σπάσουν εντελώς από τα άτσαλα και βιαστικά του βήματα. Και μάλλον αυτή είναι η πιο ρεαλιστική εκδοχή του «είμαι ολοκληρωμένος άνθρωπος», ότι δηλαδή φαίνομαι άτρωτος και έτοιμος να αντιμετωπίσω τα πάντα, αλλά μέσα μου πνίγομαι. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που τσεκάρουν τον άλλον όχι μία και δύο φορές, για να καταλήξουν εν τέλει στο συμπέρασμα αν θα ήταν καλό να αφήσουν να πέσει το σκληρό πέπλο της «τελειότητας» από πάνω τους για να εμφανιστούν από κάτω οι πληγές που είτε βρίσκονται σε θεραπευτικό στάδιο, είτε ακόμα αιμορραγούν.
Δεν το κάνεις αυτό από τη μία μέρα στην άλλη. Βλέπεις τον άλλον και κρίνεις εσύ πότε και αν θα έρθει η κατάλληλη στιγμή για να μιλήσεις, για να κάνεις αυτά που σε άλλους φωνάζουν από χιλιόμετρα εκκλήσεις βοήθειας, «σώσε με, γιατί εγώ δεν μπορώ να με σώσω, θέσε σε κίνδυνο τη δική σου ακεραιότητα, ερωτεύσου με, μετά γίνε χίλια κομμάτια και τέλος φύγε, γιατί δε θα σε χρειάζομαι πια».
Τα βλέμματα ηρεμίας δεν περνάνε πια. Είναι πασέ.