Της Φένιας Βουδαντά
Όχι, δε γίνεσαι κουραστική. Μίλησέ μου γι’ αυτό που νιώθεις, μην το κρατάς μέσα σου. Μίλησέ μου γι’ αυτό που σε φοβίζει και κλάψε αν χρειαστεί. Μην αφήσεις τίποτα μέσα σου σήμερα, άδειασέ τα όλα, να κάνεις χώρο να έρθουν άλλα, πιο χαρούμενα, που θα κάνουν κι εσένα χαρούμενη. Τι είναι αυτά τα χάπια που κρατάς;
Για τα βράδια που με βρίσκουν στο ψυγείο να λυσσομανάω σαν θηρίο.
Μα γιατί σε αποκαλείς θηρίο; Είσαι μια ήρεμη ψυχή που έχει ανάγκη από μια αγκαλιά. Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά.
Είναι για τη δυσπεψία που μου προκαλούσαν όλα αυτά που δεν καταλάβαινα τι είναι, αλλά παρ’ όλα αυτά τα έβαζα στο στόμα μου, κατέκλυζαν όλο το σώμα μου και μετά εμένα ολόκληρη.
Βρήκες κανέναν στο δρόμο σου να σου μιλήσει για δυσπεψία συναισθημάτων; Για την ανάγκη μας να «ξερνάμε» τα συναισθήματά μας γελώντας, πηγαίνοντας βόλτες, διαβάζοντας, γράφοντας, τραγουδώντας, χορεύοντας και όχι στη λεκάνη της τουαλέτας; Βρήκες κανέναν να σου φιλήσει τα γόνατα έτσι όπως τα είχες ταλαιπωρήσει σκυμμένη συνεχώς στο πάτωμα, να πάρει τα δάχτυλά σου να τα κλείσει στη χούφτα του και να τα χαϊδέψει, να σε πείσει πως υπάρχουν για να συμβάλλουν στη λεπτή σου κινητικότητα; Στη γραφή, στο άγγιγμα, ακόμα και στο άρπαγμα όσων θέλεις απεγνωσμένα να κατακτήσεις; Να σε πείσει πως δεν έχουν θέση στο λαρύγγι σου;
Γιατί μου τα λες όλα αυτά;
Γιατί θέλω να σου υπενθυμίσω ότι δεν είσαι μόνη σου σε αυτό. Βλέπω ακόμα σκοτάδι στα μάτια σου, μα έχεις τόσο φως μέσα σου, θα μπορούσες να υποκαταστήσεις την ύπαρξη του ήλιου, σαν αυτόφωτη μορφή που δεν ορίζει την αποτοξίνωση ως μια μέρα μόνο με φρούτα και λαχανικά. Αλλά αποτοξίνωση από ό,τι σε πληγώνει, από όποιον σε πληγώνει, πάει κόντρα στα όνειρά σου, γεμίζει με αρνητισμό οτιδήποτε πασχίζεις να καταφέρεις χαμογελώντας έστω και ψεύτικα.
Κι αν δε θέλεις να μιλήσεις σε εμένα, κάνε μου μόνο τη χάρη να μιλήσεις στον εαυτό σου, έχει πολλά να σου πει, μάθε να τον ακούς, εμπιστεύσου τον, δώσε βάση στους σωματικούς σου δείκτες, θα σε κατευθύνουν προς εκεί που αγαπάς, αρκεί να μην τους υποτιμάς, να μην υποτιμάς το σώμα σου, γιατί είναι το εκτελεστικό όργανο της καρδιάς σου, κι αν υποτιμάς την καρδιά σου, υποτιμάς τον παλμό της που σε κρατά ζωντανή μια μέρα ακόμα, που σου δίνει την ευκαιρία να την αξιοποιήσεις στο μέγιστο.
Μην προσπαθείς να κατατροπώσεις το φαγητό, αυτό που σε φοβίζει, αυτό θα πρέπει να είναι σύμμαχός σου, αυτό θα πρέπει να το αγγίξεις απαλά, να συμφιλιωθείς μαζί του, είναι μέρος της ζωής σου και δε θα το βγάλεις τόσο εύκολα όσο νομίζεις από την καθημερινότητά σου, μα ούτε όμως να το θεωρείς αυτοσκοπό σου. Πες ότι είναι κάτι αυτονόητο κι ας μην είναι στις εποχές που ζούμε τίποτα δεδομένο. Δες το σαν μια βιολογική ανάγκη, δες το σαν καύσιμο που σου δίνει ενέργεια να κάνεις όλα αυτά για τα οποία σκας ακόμα και το πιο απλό μειδίαμα και μέσα από αυτό απολαμβάνεις ό,τι δημιουργείς.
Αυτό που οφείλεις να κατατροπώσεις είναι αυτό το δαιμόνιο που έχει φωλιάσει μέσα σου και αποφασίζει για εσένα, σε διατάζει να μείνεις εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο που μόνο λύπη προσφέρει και γεμίζει το πρόσωπό σου με εκφράσεις ανικανοποίητου μπροστά στον καθρέφτη σου, σε διατάζει να φας αυτό αλλά όχι εκείνο, να πράξεις με έναν συγκεκριμένο τρόπο, κάθε φορά και πιο μηχανικά… και πιο τυποποιημένα… μέχρι να πεθάνεις. Αλλά δε θα του κάνεις τη χάρη, θα ζήσεις. Μ’ ακούς; Θα ζήσεις. Και μάλιστα ως το τέλος.
Ως το τέλος; Ποιο είναι το τέλος;
Τη βλέπεις τη θάλασσα μπροστά μας; Τα πιο ωραία στη ζωή στην πραγματικότητα δεν έχουν τέλος. Μπορείς όμως να κάνεις την αρχή, να βουτήξεις στη θάλασσα, να την απολαύσεις κι έπειτα -πίστεψέ με- λίγο θα σε νοιάζει το τέλος.
Λες;
Τι με ρωτάς; Εμπρός, βούτα.
Είναι ρηχά;
Δεν είσαι για τα ρηχά.