Της Φένιας Βουδαντά
Εν όψει της σημερινής ημέρας που έχει ανακηρυχθεί ως η Παγκόσμια Ημέρα της Υγείας, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα άρθρο μου, μέσα από το οποίο, αφενός θα ήθελα να προβάλω τη σωματική και ψυχική διάσταση της υγείας μέσα από το παράδειγμα ενός αυτοάνοσου νοσήματος κι αφετέρου τη δύναμη της ενσυναίσθησης (και φυσικά της φιλίας), χάρη στην οποία το άτομο μπορεί να βρει έναν ώμο να ακουμπήσει σε δύσκολες καταστάσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο.
Είναι πολύ όμορφη. Όπως και πολλοί άλλοι άνθρωποι, μα ακόμα κι από τις τόσες πιέσεις, απ’ τα τόσα δάκρυα, συνεχίζει να ‘ναι το ίδιο όμορφη όπως πριν. Κι ακόμα περισσότερο όταν χαμογελάει, γιατί δίνει στον εαυτό της το έναυσμα να συνεχίσει. Περνάει μπροστά απ’ τον κόσμο ανεπηρέαστη κι αεράτη, μα δεν αφήνει κανέναν απ’ αυτούς να ξέρει, γιατί είναι αυτό που την χαρακτηρίζει και δε δείχνουμε τον χαρακτήρα μας αν δεν τον κερδίσουν πρώτα. Κι όταν πάει να εκφραστεί, ίσως την κοιτούν με βλέμμα συμπόνιας συνοδευμένο μ’ ένα χάδι στον ώμο, μα δεν μπορούν να καταλάβουν ότι όλο αυτό κρύβει μια στάση ζωής από πίσω. Κρύβει έναν πόλεμο, κρύβει νύχτες αγρυπνίας, κρύβει τον πόνο που δεν μπορούν ν’ αναλογιστούν, γι’ αυτό και προσπαθούν ν’ αντισταθμίσουν την αδυναμία αυτή με βλέμματα κατανόησης. Πλέον όμως δεν της λένε τίποτα αυτά, γιατί πλέον μπορεί και της μιλάει ο εαυτός της και μόνο αυτοί οι δύο ξέρουν πραγματικά, χωρίς παραποιήσεις, χωρίς ταμπού, χωρίς βλέμματα συμπόνιας, μα με βλέμματα αλήθειας, βλέμματα που μπροστά στις δυσκολίες σηκώνουν κεφάλι και δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα και κανέναν πια.
Ειλεοστομία. Μου είπε ότι είναι μια τεχνητή έξοδος του περιεχομένου του λεπτού εντέρου, μα ξέρω ότι γι’ αυτήν σημαίνει κάτι πολύ παραπάνω απ’ αυτό. Ένα σακουλάκι, όπως λέει, αλλά και πάλι μόνο αυτή ξέρει ότι στ’ αλήθεια είναι μια προέκταση του σώματός της. Είναι κάτι που κουβαλάει σταθερά κι ανελλιπώς, και να θέλει να μείνει μόνη δεν μπορεί γιατί πάντα το ‘χει κολλημένο πάνω της σαν συντροφιά μόνιμη που γνωρίζει όλα της τα προβλήματα, γνωρίζει με τι όνειρα κοιμάται και με τι σκοπούς ξυπνάει. Λέει πως είναι ένα δώρο, διότι την ηρεμεί, της χαρίζει ήρεμους ύπνους όπου δε χρειάζεται να σηκώνεται, ν’ ανάβει τα φώτα και ν’ αντικρίζει την εκδοχή της αλήθειας που δε θέλει να ξέρει με το να πηγαίνει στην τουαλέτα και να βλέπει συνέχεια αυτό το έργο να επαναλαμβάνεται και κάθε φορά με την ίδια πλοκή. Ένα δώρο είναι, που της προσφέρει στιγμές απόλαυσης μπροστά στο φαγητό της και πια δε νοιάζεται τι επιδράσεις θα ‘χει, γιατί πλέον της χαρίζει θρέψη κι απόλαυση, όχι εφιάλτες, όχι ενοχές.
Ένα δώρο είναι, που τη βοηθάει να ξεχωρίζει τους ανθρώπους δίπλα της. Τους φίλους και τις φίλες της, με τους οποίους μπορεί να γελάσει γι’ όλα αυτά, να διακωμωδήσει την κατάσταση επειδή το ‘χει τόσο ανάγκη, να γνωρίζει ότι αισθάνονται περήφανοι για ‘κείνη. Κι αυτό το βλέμμα δεν είναι συμπόνιας ούτε οίκτου, είναι αγάπης. Κι αυτό λέει πολλά περισσότερα. Τη βοηθάει να ξεχωρίζει στο πλήθος εκείνον που θα τη δεχτεί γι’ αυτήν την ιδιαιτερότητα, που δε θα τρομάξει, αλλά θα την ερωτευτεί με την ευρύτερη έννοια του έρωτα που δεν αρκείται σε ευκολίες και μονοπάτια προσπελάσιμα.
Μια πραγματική γυναίκα που κάθε μέρα αποδεικνύει το θάρρος και την αγάπη της για τη ζωή.
Μια πραγματική γυναίκα που πατάει στα πόδια της και της αξίζουν του κόσμου οι υποκλίσεις. Που κάθε μέρα φοράει τη μάσκα της αναισθησίας για να μη βάλει τα κλάματα καθώς προχωράει στους δρόμους της πόλης, και δείχνει όμως την πραγματική, την εσώτερη ομορφιά της σ’ αυτούς που μπορούν να δουν τους δρόμους μέσα της. Τους μακρινούς, τους δύσβατους, τους όμως υπέροχους.
Για τη Βίκη της ψυχής μου, που με έπεισε να γράφω το όνομά της με ήτα. Μου λέει χαρακτηριστικά «θα περάσουν τα χρόνια και θα λες: είχα μια φίλη όταν ήμουν φοιτήτρια, τη Βίκη, με ήτα! Θα με ξεχωρίζεις!». «Δε θα σε ξεχωρίζω από αυτό», της λέω, της κλείνω το μάτι και συνεχίζουμε να προχωράμε.