Της Φένιας Βουδαντά
Θα ήταν μάλλον τόσο βολικό για όλους μας να μπορούμε να συγχρονίζουμε την κάθε στιγμή μας με τη βίωση του συναισθήματος που της αξίζει, που της αρμόζει. Πόσο ωραίο θα ήταν άραγε να μπορούσαμε να ζούμε το τώρα, χωρίς να αναπολούμε το παρελθόν αναγνωρίζοντας ότι υπάρχει λόγος που αποτελεί παρελθόν, χωρίς να σκεφτόμαστε για το αύριο που έρχεται ξένο κι απρόβλεπτο και που ποτέ δε θα το γνωρίζουμε επακριβώς, παρ’ όλα αυτά εμείς συνεχίζουμε ακάθεκτοι να επιμένουμε σε προβλέψεις.
Μα ας το πάρουμε πια απόφαση. Ας αξιοποιήσουμε τη μνήμη μας για όσα μας έδωσαν την ώθηση να φτάσουμε εδώ που βρισκόμαστε, στο σήμερα, στο τόσο στιγμιαίο τώρα που αργότερα συνειδητοποιούμε πόσο μικρό και ταυτόχρονα πόσο ανεκτίμητο είναι. Κι αν το καλοσκεφτείς, τι κέρδισες απ’ τις όποιες προβλέψεις έκανες; Κι ας υποθέσουμε ότι έπεσες μέσα σε αυτές, ότι αυτό που προέβλεψες όντως έλαβε χώρα αργότερα. Κέρδισες. Και; Μπορείς να χαρίσεις τώρα στον εαυτό σου την ιδιότητα του μέντιουμ, αλλά και την ιδιότητα του ανθρώπου που χάνει πάσα ιδέα για την αξία της οντότητάς του μια δεδομένη χρονική στιγμή, που αδυνατεί να απολαύσει τη ζωή του σε κάθε χαρά, σε κάθε λύπη, χωρίς το μυαλό του να παίρνει ένα δις στροφές το δευτερόλεπτο.
Πόσο δεδομένο θεωρούμε το τώρα! Πλέον στις μέρες μας ακούγονται τόσο κλισέ αυτές οι φράσεις, καθημερινά ακούμε παροτρύνσεις του τύπου «ζήσε το τώρα, γιατί δε θα ξανάρθει» κι έχουμε τόσο εξοικειωθεί με τα ακούσματα αυτά, ώστε λίγη σημασία αποδίδουμε. Μα αν κάτσουμε, αλήθεια, να αφουγκραστούμε ό, τι ζήσαμε, να δούμε τι απολαύσαμε πραγματικά και τι προσπεράσαμε αδιάφορα, τότε θα είμαστε σε θέση να καταλάβουμε πόσο ετεροχρονισμένα τα ζούμε όλα, πως στην προσπάθειά μας να συγχρονίσουμε υποχρεώσεις κι ελεύθερο χρόνο στη βάρβαρη καθημερινότητα, την ημέρα με παραγωγικότητα και τη νύχτα με ύπνο, στην προσπάθειά μας να συγχρονίσουμε το βιολογικό μας ρολόι με τους ρυθμούς της ζωής μας, αφήνουμε το χρόνο να κυλάει ταχύτατα και το συναίσθημα να τρέχει ξοπίσω του κλαίγοντας απαρηγόρητο. Αυτόν τον συγχρονισμό μεταξύ χρονικής στιγμής κι ανάλογου συναισθήματος, ώστε να συμβαδίζουν ήρεμα και φυσικά, ελάχιστοι θα συνειδητοποιήσουμε ότι τον έχουμε πετύχει.
Κι εγώ κλισέ τα θεωρούσα όλα αυτά κι εμένα μου έλεγαν «ζήσε τη στιγμή», αλλά έπειτα αντιλήφθηκα την παρανόηση, αντιλήφθηκα ότι τόσο καιρό άκουγα «σβήσε τη στιγμή» και άφηνα το μυαλό μου να προσθέτει υποτίτλους του τύπου «αγχώσου όσο πιο πολύ μπορείς» και «σκέψου όσους το έσκασαν από κοντά σου και μην επιτρέψεις σε αυτά τα χέρια που τώρα σ’ αγγίζουν να σ’ αγγίξουν ποτέ πραγματικά».
Ακόμα και τώρα που κάθομαι και υποστηρίζω όλα αυτά βάσει εμπειριών, ανακαλύπτω ότι με πονάει που δεν εκτίμησα το «χθες» όπως του άρμοζε σαν «σήμερα». Και ναι, ασχολούμαι με αυτό το «χθες» ακόμα και τώρα και τελικά, άραγε, πόσο απολαμβάνω, πόσο χαίρομαι που μπορώ και γράφω για όλα αυτά, πόσο εκτιμώ που μπορώ και αποτυπώνω αυτές τις σκέψεις σε λέξεις; Πόσο δεδομένο το θεωρώ αυτό, τη στιγμή που άλλοι αναζητούν απεγνωσμένα τρόπο να ξεσπάσουν κι εγώ αυτόν τον τρόπο τον έχω εξασφαλισμένο γράφοντας; Πρέπει δηλαδή να με εγκαταλείψουν και οι λέξεις, πρέπει πλέον να μην ανταποκρίνονται στο κάλεσμά μου, για να πω «ευχαριστώ» που μπορούν και με συντροφεύουν τώρα;
Άραγε είναι τυχαίο που χρησιμοποιούμε ιστορικό ενεστώτα στο λόγο μας για να του προσδώσουμε μια πιο ζωντανή χροιά, τη στιγμή που προσπαθούμε να συμμαζέψουμε τα ασυμμάζευτα, να απολογηθούμε που δεν τα ζήσαμε όλα πραγματικά όταν περνούσαμε από μπροστά τους κι έτσι επινοούμε σαν άνθρωποι τεχνοτροπίες με τη γλώσσα μας για να μετριάζουμε τον πόνο;
Έζησα κι εγώ μια ιστορία, γι’ αυτό μπορώ ακόμα να γράφω γι’ αυτήν. Υπόσχομαι την επόμενη φορά να γράψω για το αναπαυτικό μου μαξιλάρι που ξεκουράζει την πλάτη μου καθώς πληκτρολογώ αυτά τα λόγια. Να γράψω για το φως αυτού του δωματίου που μου προσφέρει ορατότητα, για το ποτηράκι δίπλα μου που με βοηθά να με ξεδιπλώσω με περισσότερη άνεση κι απόψε. Να γράψω για τους ανθρώπους που με έμαθαν να γράφω, να σχηματίζω μια πρόταση και να γίνομαι κατανοητή εκεί που θέλω. Για τους ανθρώπους που διάβασαν άρθρα μου και μέσα απ’ αυτά κατάφεραν να διαβάσουν κι εμένα. Να γράψω για τη ζωή που ζω, για όλα τα μικρά και τα μεγάλα, για όλα τα υπέροχα που απαρτίζουν το «τώρα», το «σήμερα» που ζω και το «για πάντα» που θέλω να έχω.