Του Λευτέρη Κουγιουμουτζή
8 Νοέμβρη 1866
Εις μνήμην
«Χνάρηδες και Κοκκινιανοί, Κιαγιάδες, Σωπασήδες, κι από τα Κουγιουμουτζανά κλαιν’ οι Κουγιουμουτζήδες».
Σαράντα πέντε άντρες από τον ορεινό Μυλοπόταμο ακλουθήσανε τον οπλαρχηγό Ιωάννη Σωπασή (Κούβο) στο Αρκάδι • δεκαεννιά από τα Ζωνιανά, οχτώ από την Κράνα και είκοσι πέντε από τα Λιβάδια.
Το ξαθέρι των αντρών του Μυλοποτάμου συντρόφευε τον Κούβο σ’ εκείνη την πορεία προς τ’ Αρκάδι, κι όλοι τους κατέχανε πως διαβαίνουνε μια στράτα δίχως γυρισμό.
Ανάμεσά τους τα τέσσερα μεγάλα αγόρια του καινούργιου –τότε- Λιβαδιώτη, που είχε κονακέψει χαΐνης σ’ ένα φαράγγι στο χωριό, κυνηγημένος απ’ τις οθωμανικές αρχές.
Από την Πόλη λέγεται πως κατέφτασε στην Κρήτη, έκανε τον κουγιουμουτζή για λίγο στο Μεγάλο Κάστρο, τον χρυσοχόο πάει να πει, αλλά τον ανακαλύψανε και πήρε τα όρη και τα βουνά, για να βρει εντέλει καταφύγιο στα Λιβάδια. Κουγιουμουτζή τόνε γροικούσανε οι καινούργιοι χωριανοί του, Κουγιουμουτζή τόνε βαφτίσανε, του ‘μεινε το λοιπόν το επώνυμο.
Έξι αγόρια είχε κάμει, σαν ξέσπασε η Επανάσταση το ’66, κι ήτανε όλα άκληρα ακόμα. Τα τέσσερα μεγαλύτερα ακολουθήσανε τον Κούβο στ’ Αρκάδι• τα δυο μικρά, κοπέλια τότε, μείνανε ξωπίσω να κάμουνε τη γενιά μας, που ρίζωσε και κάρπισε και σπόρισε μέσα στο διάβα των αιώνων σε χώματα ελεύθερα, καθαγιασμένα απ’ τη θυσία των τεσσάρων προγόνων.
Και κάθε χρονιά, στις 8 του Νοέμβρη, στα ρημαγμένα πια Κουγιουμουτζανά, σα να φέρνει ο αγέρας που σφυρίζει απ ’τον πόρο του φαραγγιού, κάτω απ’ το Ριζόσπηλιο, το θρήνος μιας άλλης εποχής.